Το 1939 το Εθνικό Θέατρο ταξίδεψε σε Γερμανία (Βερολίνο), Αίγυπτο (Κάιρο), Αγγλία (Λονδίνο) και παρουσίασε την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Ροντήρη και με πρωταγωνιστές τον Βεάκη, την Παξινού, την Παπαδάκη, τον Μινωτή, τον Γληνό, τον Κατράκη, τη Μανωλίδου, τον Παρασκευά και άλλους σπουδαίους τεχνίτες καλλιτέχνες της κρατικής σκηνής, την εποχή που θεωρήθηκε χωρίς εξαιρέσεις και αντιδράσεις η σημαντικότερη ακμή του νεοελληνικού θεάτρου από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Οι αντιδράσεις, αποθεωτικές, του ευρωπαϊκού Τύπου και των ευρωπαίων καλλιτεχνών ήταν απόδειξη αυτής της ακμής. Οι «Τάιμς του Λονδίνου» (το ντοκουμέντο υπάρχει στο Θεατρικό Μουσείο), σε πρωτοσέλιδο εντός πλαισίου σχόλιο, συμβούλευαν τα συνδικάτα ηθοποιών του Λονδίνου να μη δοθούν παραστάσεις στα λονδρέζικα θέατρα για μία μέρα ώστε οι άγγλοι ηθοποιοί να δουν αυτόν τον υπέροχο –παράσταση και πρωταγωνιστή –«Αμλετ».
Εκείνες οι δύο εξαγωγές ελληνικής κουλτούρας στην Ευρώπη είχαν δύο θετικά αποτελέσματα. Για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι είδαν μια αρχαία τραγωδία που είχε εγκαινιάσει (1938) στα νεότερα χρόνια την Επίδαυρο, άρα είχε δημιουργήσει παγκοσμίως μια αισθητική πρόταση ερμηνείας του αρχαίου δράματος στο φυσικό τοπίο, όπου στην αυλή της εμφανίστηκε (αρχαία αμφιθέατρα –οι Ευρωπαίοι, λίγοι, ανέβαζαν τραγικούς σε κλειστές με αυλαία αίθουσες, όπως Σαίξπηρ και Σίλερ!) και από την άλλη πρότειναν στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό κατεστημένο μια πνευματική άποψη για τον Σαίξπηρ. Ο Ροντήρης δίδαξε έναν Μινωτή – Αμλετ διανοούμενο, όχι απλώς έναν ρομαντικό έφηβο επαναστάτη και νεωτεριστή ήρωα.
Γιατί αναφέρομαι σ’ αυτήν τη σημαντική στιγμή του νεοελληνικού θεάτρου; Γιατί πριν από περίπου 80 χρόνια οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου δεν μαϊμούδιζαν την ευρωπαϊκή μόδα, αλλά πρωτοπορούσαν αφομοιώνοντας δημιουργικά τα επιτεύγματα της Ευρώπης και προτείνοντας μιαν αίσθηση του ελληνικού ρυθμού, όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Σαράντα χρόνια αργότερα, μόνο ο Κουν με τους «Ορνιθές» του έπεισε τους έκπληκτους Ευρωπαίους ότι ο Αριστοφάνης «παίζεται», αφού τον θεωρούσαν οι μεν βωμολόχο και οι δε απλώς γλωσσικό θησαυρό για τα φιλολογικά πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
Μια ανεκδοτολογική παρένθεση. Οταν το 1987 η Καρέζη και ο Καζάκος κάλεσαν τον Γεωργιανό Στούρουα να σκηνοθετήσει «Ηλέκτρα», έναν χρόνο πριν, του Αγίου Αθανασίου, σε γιορταστικό πάρτι στο σπίτι του Θανάση Καστανιώτη, εκδότη, γλεντούσαμε, ο Μινωτής (είχε στεφανώσει το ζεύγος των πρωταγωνιστών η Παξινού και είχε βαφτίσει τον γιο τους Κωνσταντίνο) «ρίχτηκε στην Καρέζη, παλιά του πρωταγωνίστρια στον «Αμλετ», στον «Ληρ», στο «Νησί των κατσικιών», που κάλεσε να σκηνοθετήσει τραγωδία έναν «βάρβαρο», που δεν χαμπάριζε τι εστί τραγωδία. Εξελίχτηκε σε τρικούβερτο καβγά η κουβέντα χαλώντας τη γιορτή. Μάρτυρες του γεγονότος υπάρχουν πολλοί ευτυχώς.
Και ο Μινωτής απεδείχθη προφήτης. Θυμίζω πως η «Ηλέκτρα» εκείνη παίχτηκε στη δική μου, δοκιμασμένη (Ευαγγελάτος – Βαλάκου – Κατσέλη – Φυσσούν) μετάφραση (1972). Γιατί αναφέρομαι σ’ αυτά; Διότι είναι διδακτικά όταν νεότεροι καλλιτέχνες καταπιάνονται μ’ αυτά τα θηριώδη έργα.
Ετσι ο Ροντήρης και ο Κουν δίδαξαν στους Ευρωπαίους τον τρόπο που πρέπει σεβαστικά, αισθητικά, δομικά, μουσικά να προσεγγίζεται το αρχαίο δράμα και οι ξένοι σκηνοθέτες που τόλμησαν να διδάξουν τραγωδία και Σαίξπηρ στην Ελλάδα έκαναν μια τρύπα στο νερό.
Μόνο ο Πίτερ Χολ σεβάστηκε την ελληνική εμπειρία και ανέβασε τραγωδία και κωμωδία στην Επίδαυρο με μέτρο. Ο Πέτερ Στάιν, προσπαθώντας να ισορροπήσει, άλλοτε αποθεώθηκε, άλλοτε βούλιαξε στα ρηχά («Αγαμέμνων» – «Ευμενίδες»). Δεν θα μείνω στις γελοιότητες του Λάνγκχοφ και του Γκότσεφ.
Οι μεγάλες αποτυχίες προσέγγισης του αρχαίου δράματος από ευρωπαίους σκηνοθέτες έχουν δύο εξηγήσεις. Οι Γερμανοί, επειδή είχαν «γαλουχηθεί» από τον χιτλερικό ελληνοκεντρισμό της λευκής φυλής (Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου, λατρεία των γυμνών αγαλμάτων και της κλασικής αρχιτεκτονικής), μετά τον πόλεμο χλεύασαν, γελοιοποίησαν, αποδόμησαν, ειρωνεύτηκαν και «έφτυσαν» πάνω στους κλασικούς. Δυστυχώς τους μιμήθηκαν και όσοι έλληνες σκηνοθέτες σπούδασαν στη Γερμανία μετά το ’60.
Από την άλλη, στη Σοσιαλιστική Ευρώπη του λεγόμενου υπαρκτού κομμουνισμού, δόγμα θεατρικό κατά τρόπο διατεταγμένα μονοπωλιακό έγιναν ο νατουραλισμός και ο ρεαλισμός της Σχολής Στανισλάφσκι. Μόνο ο Μπρεχτ αντέδρασε και αμύνθηκε. Αλλά οι συνειδητοί οπαδοί του Στανισλάφσκι και του Μπρεχτ δεν ανέβασαν τραγωδία εκτός από τη διασκευή του Μπρεχτ της «Αντιγόνης του Σοφοκλή», όπως είναι ο τίτλος, έργο που παίζεται ρεαλιστικά σε στρατόπεδο του Χίτλερ από εβραίους μελλοθάνατους των αερίων.
Ούτε βέβαια ο μέγας Στανισλάφσκι ανέβασε τραγικούς. Οταν η Καρέζη κάλεσε τον Εφρέμοφ να ανεβάσει «Ηλέκτρα», αρνήθηκε βλέποντας απλώς τον χώρο της Επιδαύρου και αντί για «Ηλέκτρα» ανέβασε τον εξαίσιο «Βυσσινόκηπο»!
Ο σπουδαίος έλληνας ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης ανέβασε δύο φορές «Αμλετ» με ανατολικό σκηνοθέτη και πρόσφατα «Ληρ» και απέτυχε. Οι άνθρωποι αυτοί είναι αισθητικά έξω από τα νερά του ποιητικού θεάτρου. Εχουν μάθει (και το κάνουν καλά και συχνά θαυμάσια) να προσγειώνουν τα κείμενα στην καθημερινότητα ή να τα αποδομούν και να τα διασύρουν, επειδή είναι έξω από τη θεατρική τους παιδεία.
Η Γεωργία έχει καλό θέατρο και μάλιστα διέθεσε κάποτε ίσως έναν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του σύγχρονου κόσμου. Είμαι ευτυχής που τον γνώρισα και ήπια μαζί του ρακές! Τον Ραμάς Σικβατζέ.
Με σκηνοθέτη τον Στούρουα, έπαιξε στο Εθνικό μας Θέατρο τον «Ριχάρδο Γ’» ως μπρεχτικό έργο και την «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ σαν σαιξπηρικό έργο! Και τον «Ληρ» στο Ηρώδειο σαν την «Οπερέτα» του Γκόμπροβιτς!
Ο πολύ καλός και φέρελπις νέος ηθοποιός Τάσος Ιορδανίδης που μπήκε στον θεατρικό στίβο με αγνές φιλοδοξίες ανέβασε έως πέρυσι Τενεσί Ουίλιαμς και Ντοστογέφσκι. Είχα σημειώσει, όταν έκρινα το «Λεωφορείο ο Πόθος», πως ο σκηνοθέτης, ο Γεωργιανός Λεβάν Τσουλάτζε, εφάρμοζε την πρόταση Στούρουα, ανέβασε τον αμερικανό ρεαλιστή, του λεγόμενου ποιητικού ρεαλισμού, μπρεχτικά. Πόσους έχει πάρει, χωρίς να το επιδιώκει βέβαια, ο Μπρεχτ στον λαιμό του!
Τώρα ο Ιορδανίδης, θεμιτό, φιλοδόξησε να ανεβάσει «Αμλετ» και τον εμπιστεύτηκε στον Τσουλάτζε· και ο μεταστανισλαφσκικός και μεταμπρεχτικός (τι θανάσιμο μείγμα!) σκηνοθέτης καθοδήγησε μια θαυμάσια ομάδα έμπειρων ελλήνων ηθοποιών σε μια παράσταση σίριαλ του 1980. Ελληνικό σίριαλ εποχής τάχα μου! Για σκεφτείτε, αγαπητοί αναγνώστες, ογδόντα χρόνια μετά τον διανοούμενο «Αμλετ» των Μινωτή – Ροντήρη που κατακτά την αγγλική σκηνή (είχε δει την παράσταση ο Χίτσκοκ και από θαυμασμό προσέλαβε τον Μινωτή στην Αμερική στο «Νοτόριους»!), σέρνεται στη σκηνή μια αγγλική έκδοση της «Γυφτοπούλας» και της «Τερέζα δα Κόστα»!
Τιμώ την προσφορά της Ζούνη, του Λεμπεσόπουλου, της Ιωάννας Παππά, του Πουρσανίδη, του Κατσαφάδου, του ίδιου του Ιορδανίδη και των Καπετανάκου, Διακοσάββα, Κανδηλιώτη, Παπαματθαίου (νιου), αλλά θα μου επιτρέψουν να μην τους κρίνω σε μια παράσταση όπου όλη την ευθύνη έχει ο γεωργιανός σκηνοθέτης, ο οποίος, όπως όλοι εξάλλου οι ξένοι, δέχεται να σκηνοθετήσει ποιητικό κείμενο (έμμετρο) χωρίς να γνωρίζει τη μουσική της γλώσσας μας. Στην παράσταση πάντως του θεάτρου Ανεσις τη μετάφραση υπογράφει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημοσθένης Παπαδόπουλος.
Εχει ήθος και ύφος, αλλά η παράσταση αυτόν τον λόγο τον καταβαράθρωσε μέσα σ’ ένα συνεχές υπερκινητικό πηγαινέλα, αμήχανο και φλύαρο. Κρίμα.
Μετάφραση: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Σκηνοθεσία, φωτισμοί, μουσική επιμέλεια: Λεβάν Τσουλάτζε
Σκηνικά: Σταύρος Λίτινας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδήρη
Ερμηνείες: Τάσος Ιορδανίδης, Αρης Λεμπεσόπουλος, Πέμυ Ζούνη, Ιωάννα Παππά, Νίκος Πουρσανίδης, Δημήτρης Καπετανάκος, Δημήτρης Διακοσάββας, Θοδωρής Κανδη-λιώτης, Ιάσονας Παπαματθαίου, Θοδωρής Κατσαφάδος
Πού: Θέατρο Ανεσις, Κηφισίας 14, Αμπελόκηποι, τηλ. 210-7488.881-2