Χιλιάδες είναι οι νεκροί τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην περιοχή του Σινά, όπου αλωνίζουν οι τζιχαντιστές και η κυβέρνηση της Αιγύπτου δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη. Η σφαγή της Παρασκευής ήταν το τελευταίο επεισόδιο σε αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο που δεν δείχνει να τελειώνει.
Μετά τη σφαγή 305 ατόμων που βρίσκονταν στο κατάμεστο τέμενος Αλ Ραουντά στο Βόρειο Σινά από ενόπλους του Ισλαμικού Κράτους, ο πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι απάντησε όπως γνωρίζει ως πρώην αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Εμφανίσθηκε στην τηλεόραση, υποσχέθηκε «εκδίκηση» και αντίποινα με «σιδερένια πυγμή» και λίγα λεπτά αργότερα αιγυπτιακά μαχητικά πέταξαν πάνω από τις ερήμους της Χερσονήσου του Σινά, βομβαρδίζοντας τα οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίθεση. Στρατιωτικές μονάδες αναπτύχθηκαν σε όλη την περιοχή όπου δρουν τα τελευταία χρόνια πολλές τζιχαντιστικές οργανώσεις.
Ομως αυτή η οργισμένη αντίδραση, η οποία έρχεται έπειτα από χρόνια αντιπαράθεσης στο Σινά με το τοπικό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους που τοποθέτησε βόμβα σε ρωσικό επιβατικό αεροσκάφος το 2015 και συχνά επιτίθεται στις αιγυπτιακές δυνάμεις στην περιοχή, έφερε και πάλι στο προσκήνιο το βασικό θέμα για τη στρατηγική που ακολουθεί ο Σίσι εκεί: Γιατί αποτυγχάνει;
Ενα από τα πιο σοκαριστικά στοιχεία για τη σφαγή της Παρασκευής, που ήταν και η πλέον πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στη σύγχρονη ιστορία της Αιγύπτου, ήταν η ευκολία με την οποία την πραγματοποίησαν οι τζιχαντιστές. Σε ανακοίνωσή του ο γενικός εισαγγελέας της χώρας Ναμπίλ Σαντέκ γνωστοποίησε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Περίπου 25 με 340 ένοπλοι, που ταξίδευαν σε πέντε οχήματα και είχαν σημαία του Ισλαμικού Κράτους, περικύκλωσαν την ώρα της προσευχής της Παρασκευής τέμενος των Σούφι στο Μπιρ αλ Αμπέντ, χωριό που απέχει 40 χιλιόμετρα από το Αρίς, την πρωτεύουσα της επαρχίας του Βόρειου Σινά. Επειτα από έκρηξη, πήραν θέση έξω από την κεντρική είσοδο του τεμένους και από τα 12 παράθυρά του και άρχισαν να πυροβολούν κατά ριπάς. Εβαλαν φωτιά σε 7 αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα απέξω ώστε τα θύματα να μην μπορούν να διαφύγουν. Μεταξύ των νεκρών περιλαμβάνονται και 27 παιδιά.
Για τους κατοίκους του Σινά, η επίθεση ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την αίσθηση του τρόμου με την οποία ζουν τα τελευταία χρόνια –κυρίως μετά το 2013 όταν ο στρατός ανέτρεψε τον εκλεγμένο ισλαμιστή πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι και οι τζιχαντιστικές οργανώσεις αύξησαν τις επιθέσεις τους. Στο νοσοκομείο της Ισμαηλίας οι επιζώντες περιέγραψαν πως πηδούσαν από τα παράθυρα ενώ οι ένοπλοι τους γάζωναν με σφαίρες και πως παρακολουθούσαν συγγενείς και φίλους να αφήνουν την τελευταία τους πνοή.
Για τους ειδικούς στο Σινά, η επίθεση επαναφέρει τη συζήτηση για τις τακτικές που χρησιμοποιεί η αιγυπτιακή κυβέρνηση προκειμένου να περιορίσει τη δράση των τζιχαντιστών. Οι περισσότεροι κάνουν λόγο για μια ξεπερασμένη προσέγγιση, η οποία δεν φέρνει αποτέλεσμα και διατηρεί τα λάθη όλων των προηγούμενων ηγετών της χώρας.
Επί δεκαετίες, η Αίγυπτος αντιμετωπίζει το Σινά μέσω ενός στρατιωτικού πρίσματος, υιοθετώντας μια επιθετική προσέγγιση απέναντι στον αποξενωμένο ντόπιο πληθυσμό. Οι ένοπλες δυνάμεις έχουν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις και καταστροφή ολόκληρων χωριών, ενώ δεν επιλύονται από τις Αρχές τα βαθιά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής, μεταξύ των οποίων η υψηλή και μακροχρόνια ανεργία, ο αναλφαβητισμός και η ελάχιστη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.
Οι αιγύπτιοι στρατιώτες μένουν μέσα σε φρουρούμενες βάσεις και βγαίνουν έξω μόνο με κομβόι που διασχίζουν μεγάλους, ανοιχτούς δρόμους. Αυτοί οι δρόμοι είναι γεμάτοι φυλάκια, τα οποία επανδρώνουν νευρικοί νεαροί στρατιώτες, οι περισσότεροι κληρωτοί. Οι τζιχαντιστές, κάποιοι από τους οποίους ανήκουν σε πληθυσμούς με μακρά παράδοση λαθρεμπορίου στο Σινά, αλωνίζουν στη γύρω περιοχή.
«Οι Αιγύπτιοι έχουν αποτύχει να κατανοήσουν πως το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελεί απλώς τρομοκρατική απειλή» λέει ο Αντριου Μίλερ, πρώην μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ. «Το να σκοτώνεις τρομοκράτες δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να στερήσουν από το Ισλαμικό Κράτος την ντόπια υποστήριξη, που βασίζεται στη μακρά ιστορία παραμέλησης του Σινά από την κυβέρνηση του Καΐρου».
«Οι στρατιωτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για τις απώλειες μεταξύ των αμάχων» λέει στους «New York Times» ο Μοχάμαντ Σάμπρι, συγγραφέας βιβλίου για το Σινά. «Η υπερβολική και απρόσεκτη χρήση βίας έχει οδηγήσει στον θάνατο ολόκληρων οικογενειών. Εχουμε δει αεροπορικούς βομβαρδισμούς που καταστρέφουν σπίτια που κατοικούνται. Εχουμε δει χωριά να αφανίζονται από προσώπου γης. Ολα αυτά μας δείχνουν πώς αντιμετωπίζει το Κάιρο την κοινωνία του Σινά».

Οι ισλαμιστές της χερσονήσου και η «πίσω πόρτα» στη Γάζα

Το Σινά αποτελεί ένα πεδίο για παραστρατιωτικές οργανώσεις που θα αποτελούσε πρόκληση και για τον πιο ικανό στρατό: αχανής έρημος και βουνά, μεγάλη ακτογραμμή και μια «πίσω πόρτα» στα σύνορα με τη Γάζα, που ελέγχεται από τη Χαμάς. Από την κατάρρευση της Λιβύης το 2011 παρατηρήθηκε μεγάλη διακίνηση όπλων – κάποια από τις αποθήκες του Καντάφι. Τον περασμένο χρόνο, καθώς το όνειρο του Ισλαμικού Κράτους για τη δημιουργία χαλιφάτου στη Συρία και στο Ιράκ διαλύθηκε, οι ειδικοί εξέφρασαν φόβους για επιστροφή αιγύπτιων τζιχαντιστών, που θα μεταφέρουν τον πόλεμο στην πατρίδα τους. Μέχρι στιγμής δεν έχουν επιστρέψει τόσο πολλοί, όμως η ανακατάληψη της Ράκα και της Μοσούλης οδηγεί σε αλλαγή των τακτικών του Ισλαμικού Κράτους στο Σινά, με μεγαλύτερη έμφαση σε επιθέσεις εναντίον στόχων όπως οι Κόπτες και οι σούφι, σε μια προσπάθεια να υπονομευθεί ο πρόεδρος Σίσι καθώς σπέρνουν το θρησκευτικό μίσος στην αιγυπτιακή κοινωνία. Το τι ακριβώς συμβαίνει στο Σινά δεν το γνωρίζει ο έξω κόσμος, μια και οι Αρχές έχουν απαγορεύσει σε δημοσιογράφους – αιγύπτιους και ξένους – την είσοδο στην περιοχή. Οι φυλές των Βεδουίνων που ζουν στην περιοχή συχνά περιγράφονται ως ομάδες παρανόμων από τα αιγυπτιακά ΜΜΕ. Και οι Βεδουίνοι λένε ότι αισθάνονται μεγαλύτερη συγγένεια με τις φυλές στη Γάζα – μια σύνδεση που κάνει ακόμα πιο καχύποπτους τους αξιωματούχους στο Κάιρο.

Το Νότιο Σινά, η περιοχή γύρω από το θέρετρο Σαρμ ελ Σέιχ και το όρος Σινά, έχει αναπτυχθεί ως τουριστικός προορισμός. Ομως στον Βορρά επικρατεί αναρχία και κάποιες από τις φυλές που κατοικούν εκεί θεωρούν δικαίωμά τους το λαθρεμπόριο, αντιδρώντας έντονα στις προσπάθειες του Καΐρου να το περιορίσει. «Πολλοί Αιγύπτιοι, δυτικά του Σουέζ, δεν θεωρούν τους Βεδουίνους ως Αιγύπτιους με πλήρη δικαιώματα» εξηγεί ο αναλυτής Ρότζερ Μίλερ. «Δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες στη μόρφωση και την εργασία και ουσιαστικά αποκλείονται από τις θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και τα σώματα ασφαλείας».

Τα μηνύματα της επίθεσης

Αίγυπτος, το μέτωπο όπου θα συνεχισθεί η τζιχάντ

Καθώς η κυβέρνηση Αλ Σίσι προσπαθεί να προσελκύσει επενδυτές και να ξαναφέρει στην Αίγυπτο τουρίστες που την έχουν αποκλείσει ως ταξιδιωτικό προορισμό λόγω των συχνών επιθέσεων, η κλίμακα της πρόσφατης βίας φαίνεται να δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια. Ο πρόεδρος της χώρας, που έχει μπροστά του και εκλογές στις αρχές του επόμενου χρόνου, προωθεί εκστρατεία με στόχο να αντιμετωπίσει, όπως λέει, την υπαρξιακή απειλή του ακραίου τζιχαντισμού, στέλνοντας μετριοπαθείς κληρικούς να προωθήσουν ένα μετριοπαθές Ισλάμ. Την ίδια ώρα αγοράζει έναντι πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων υποβρύχια από τους Γερμανούς, μαχητικά ελικόπτερα από τους Ρώσους, αεροπλανοφόρο και στρατιωτικό δορυφόρο από τους Γάλλους, ενώ συζητά με τους Αμερικανούς για διάθεση του 1,3 δισ. δολαρίων που παίρνει ως ετήσια βοήθεια από τις ΗΠΑ προς αγορά και άλλων εξοπλισμών.

Ομως το Σινά παραμένει σχεδόν ακυβέρνητο και η δράση των τζιχαντιστών μεγάλη. Με τη σφαγή της Παρασκευής το ISIS ήθελε να στείλει πολλαπλά μηνύματα. Ο Γιάντσεν Γκάρνετ, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή, υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους εναντίον χριστιανών Κοπτών και Σούφι στην Αίγυπτο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι τζιχαντιστές έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες στη Συρία και το Ιράκ. «Αυτή η τελευταία αιματηρή επίθεση ίσως αποτελεί σήμα προς την διεθνή τζιχαντιστική κοινότητα ότι το Σινά και η Αίγυπτος είναι πλέον τα μέτωπα όπου θα συνεχισθεί η τζιχάντ», λέει. Κάποιοι μάλιστα δείχνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα για επιρροή και νεοσύλλεκτους καθώς πλέον τα μέτωπα σε Συρία και Ιράκ περιορίζονται.

«Υπάρχει και ένα άλλο μήνυμα στην επίθεση», λέει ο Αχμέντ Καμέλ α-Μπεχέιρι, αναλυτής ειδικός για τις ισλαμιστικές ομάδες στο Κέντρο Πολιτικών και Στρατηγικών Μελετών Αλ Αχράμ. «Απευθύνεται στις άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις αλλά και στα ίδια τα μέλη του Ισλαμικού Κράτους που σκέφτονται να ενταχθούν σε άλλες ομάδες· το μήνυμα του ISIS λέει: είμαστε ακόμα ισχυροί και ικανοί να πραγματοποιήσουμε μεγάλες επιχειρήσεις. Και βέβαια, υπάρχει και ένα παρόμοιο μήνυμα προς την διεθνή κοινότητα, ότι παρά τις ήττες σε Συρία και Ιράκ είμαστε ακόμα εδώ». Ο Μπεχέιρι θεωρεί σίγουρο ότι το Ισλαμικό Κράτος θα γνώριζε πως πολλοί μουσουλμάνοι που δεν είναι Σούφι θα ήταν παρόντες στην προσευχή της Παρασκευής, καθώς το συγκεκριμένο τέμενος προσελκύει πιστούς λόγω του μεγάλου μεγέθους του και λόγω του ότι βρίσκεται στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο που διασχίσει το Βόρειο Σινά. Μάλιστα θεωρεί ότι η επίθεση σε τέμενος των Σούφι μπορεί να εξηγεί την επιλογή του από τους τζιχαντιστές, όμως ο πραγματικός στόχος ήταν η υπενθύμιση της διαρκούς παρουσίας του Ισλαμικού Κράτους στο Σινά και η ηγετική του θέση μεταξύ των τζιχαντιστών.