Οι ψυχαναλυτές λένε ότι τα κινούμενα σχέδια είναι η πορνογραφία της παιδικής ηλικίας –εάν θεωρήσουμε ότι κάθε ηλικία έχει τη δική της πηγή απόλαυσης, συνήθως ακατανόητη, αν όχι αδιάφορη ή και απεχθή για τις υπόλοιπες ηλικίες. Με την ίδια περίπου λογική, κάθε εποχή έχει τις δικές της συντεταγμένες, τους δικούς της κώδικες, κάτι που τη δυσκολεύει έως και της απαγορεύει να μπει στα παπούτσια μιας άλλης εποχής. Ετσι, πολλά μηνύματα από το παρελθόν αποκτούν ξαφνικά μια προφητική διάσταση που δεν είχε περάσει τότε από το μυαλό ούτε του πιο διορατικού ατόμου.
«Κάνετε έρωτα», λόγου χάριν, «όχι πόλεμο». Τι μπορεί να σκεφτόταν ένα Παιδί των Λουλουδιών, κατά τη δεκαετία του 1960, όταν εκστόμιζε αυτό το σύνθημα; Σίγουρα ότι είναι πιο κοντά στην αγαθή φύση ενός ανθρώπου να πηδιέται με κάποιον άλλον άνθρωπο παρά να προσπαθεί να τον σκοτώσει. Σε μια εποχή όμως που η πορνογραφία ήταν ακόμη εκτός νόμου, διαθέσιμη μονάχα σε θλιβερά καταγώγια και με διαρκή την απειλή μιας δυσάρεστης εφόδου από την Αστυνομία, αποκλείεται το Παιδί των Λουλουδιών να φανταζόταν ότι θα έρθουν ημέρες που για να δεις μια πορνογραφική ταινία δεν θα χρειάζεται να βγεις καν από το σπίτι σου κι εκατομμύρια πολίτες, όχι μονάχα θα έχουν εθιστεί στην παραδοσιακή πορνογραφία, αλλά και σε μια νέα μετάλλαξή της, πιο νοσηρή, την πορνογραφία του θανάτου. Αποκλείεται να υποπτευόταν ότι εσύ, το Παιδί του 2017, θα εκλάμβανες το μήνυμά του ως προτροπή, ανάμεσα σε δύο ισότιμες μορφές καύλας, να επιλέξεις την πιο αναίμακτη.
Η Ιζαμπελ Τανγκ στην «Πορνογραφία. Η κρυφή ιστορία του πολιτισμού» (Οξύ, 2001) αναφέρει ένα αλλόκοτο διάταγμα της παρισινής αστυνομίας, από τα μέσα του 19ου αιώνα, τον καιρό που η νταγκεροτυπία παραχωρούσε τη θέση της στη φωτογραφία: «Επιτρέπεται η θέαση ενός πίνακα με γυμνό, αλλά απαγορεύεται η θέαση μιας φωτογραφίας ενός πίνακα με γυμνό». Φαίνεται λοιπόν πως από τότε, έστω κι εντελώς διαισθητικά ή παράλογα –όπως οι Ινδιάνοι που πίστευαν πως, όταν τους φωτογραφίζεις, κλέβεις την ψυχή τους -, κάποιοι αντιλαμβάνονταν ότι η φωτογραφία είναι κάτι παραπάνω από μια απλή απεικόνιση. Εκτός από τη φροντίδα να βρίσκεσαι στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή, υπήρχε και ο πειρασμός να προκαλέσεις το θέμα σου. Πόσες φωτογραφίες θανάτου και πόσες κινηματογραφικές λήψεις σφαγών δεν στήθηκαν επί τούτου; Ο Μακάριος Δρουσιώτης στην «ΕΟΚΑ – Η σκοτεινή όψη» (Στάχυ, 1998) μνημονεύει τον Νίκο Σαμψών, τον μετέπειτα πραξικοπηματία βραχύβιο πρόεδρο της Κύπρου, ως έναν από τους εκτελεστές του Γρίβα –στην οδό Λήδρας, το διαβόητο «μίλι του θανάτου» –που πρώτα πυροβολούσε, κατόπιν φωτογράφιζε κι έπειτα έστελνε τις φωτογραφίες των θυμάτων του στα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων. Κάτι ανάλογο, ας πούμε, με το σινεμά του δημιουργού.
Αναμφισβήτητη τομή στην καταγραφή ήταν η δυνατότητα να παίρνεις φωτογραφίες ή βίντεο με το κινητό σου. Δεν θα ξεχάσω την αποστροφή που μου προκάλεσε η χρήση κινητών, τον Οκτώβριο του 2011, στο λιντσάρισμα του Καντάφι. Εκτοτε το Διαδίκτυο έχει μεταβληθεί σε χωματερή αποκρουστικών στιγμιότυπων και το ερώτημα πόσα από αυτά, όχι απλώς καταγράφηκαν, αλλά προκλήθηκαν ώστε να καταγραφούν, στερείται πλέον σημασίας. Η νέα γενιά τρομοκρατών έχει γαλουχηθεί με την αντίληψη ότι μια τρομοκρατική πράξη υφίσταται –και ο μακάβριος αντίλαλός της υψώνεται στη νιοστή δύναμη –μονάχα εάν κι εφόσον καταγραφεί. Σε αυτή την αντίληψη δεν υπάρχουν αθώοι του αίματος. Η ίδια η πορνογραφία του θανάτου δεν θα στεκόταν όρθια ούτε ένα εικοσιτετράωρο χωρίς τους πελάτες της. Τους ματάκηδες της φρίκης. Εσένα κι εμένα.