Ο πανικός είναι προφανής και η αδυναμία άρθρωσης πολιτικού λόγου ολοφάνερη. Ο Πρωθυπουργός βλέπει φαντάσματα και κατασκευάζει εχθρούς για να αποφύγει τις κρίσιμες απαντήσεις, να δικαιολογήσει τις ύβρεις και να νομιμοποιήσει τη συκοφαντία.

Επιχειρώντας μάταια να διασωθεί από το βάρος των προσωπικών του ευθυνών, αλλά και από τα απροκάλυπτα αμαρτήματα του συγκυβερνήτη του, υποδύεται τον ρόλο του εξυγιαντή και του πολέμιου της διαπλοκής, της διαφθοράς και των παραδικαστικών κυκλωμάτων. Εκείνων δηλαδή των υπονομευτικών της δημοκρατίας επιλογών και μεθοδευμένων συμπεριφορών, που επί των ημερών του έχουν αναγορευθεί σε κανόνα.

Και, το χειρότερο, καταφεύγει σε μικρότητες αντικαθιστώντας τον πολιτικό λόγο με την προσωπική επίθεση και το επιχείρημα με τις ύβρεις και το ψέμα. Και ψεύδεται συνειδητά για λόγους άστοχου ευφυολογήματος, εκείνος που καθημερινά πλέον έχει απέναντί του τον ελληνικό λαό ως μόνιμο κατήγορο.

Τα πράγματα είναι απλά. Ο Πρωθυπουργός δεν αντέχει την κριτική, λατρεύει τους υμνητές και μισεί όσους αποκαλύπτουν την ασυνέπεια, την ανακολουθία και τον επικίνδυνο για τη χώρα και τον λαό τυχοδιωκτισμό του.

Η κοινή απόφαση των Κοινοβουλευτικών Ομάδων της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού να δώσουν στη δημοσιότητα τα τρία απόρρητα έγγραφα ήταν μια επιβεβλημένη πράξη. Αφενός επειδή το περιεχόμενο των εγγράφων δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με την έννοια της προστασίας του εθνικού συμφέροντος. Κι αφετέρου επειδή η ενέργεια αυτή υπηρετεί την αρχή της δημοκρατικής διαφάνειας: οι βουλευτές και οι πολίτες έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις πτυχές αυτής της υπόθεσης.

Η πράξη δεν θα ήταν επιβεβλημένη μόνο εάν η κυβέρνηση δεν είχε εκτοξεύσει απειλές για φυλάκιση με την κατηγορία της κατασκοπίας στην προσπάθειά της να δημιουργήσει κλίμα εκφοβισμού. Από αυτήν την άποψη και μόνο η υπογραφή της Φώφης Γεννηματά και του Σταύρου Θεοδωράκη στο κείμενο της κοινής δήλωσης των βουλευτών τους συνιστά πράξη πολιτικού θάρρους. Και στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους μοιραίους και κρυπτόμενους συγκυβερνήτες: Η δημοκρατία δεν φυλακίζεται.