Οταν χειροκροτείς ανακατεμένος στο πλήθος μπορείς πάντα να διατηρήσεις την ανωνυμία σου. Μπορείς, ας πούμε, να έχεις υπάρξει χειροκροτητής του Πάνου Καμμένου από τα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ, ένας από τους 146 χειροκροτητές του ύφους του, και να πεις κάποτε ότι όχι, εσύ ποτέ δεν χτύπησες με ενθουσιασμό τις παλάμες σου, ποτέ δεν έσκασες στα γέλια με τις αντιαισθητικές κορόνες του. Τα έχει αυτά τα καλά η ανωνυμία του πλήθους: μπορείς ακόμη και να ισχυριστείς ότι σχεδόν δεν τον ήξερες, ότι αλίμονο, εσύ ποτέ δεν τη χώνεψες αυτή τη συμμαχία με τη λάιτ Ακροδεξιά.
Αλλά όταν είσαι υποχρεωμένος εκ της θέσεώς σου να υπερασπιστείς τον Καμμένο; Οταν πρέπει να το κάνεις επωνύμως, φανερά ή λιγότερο φανερά; Οταν είσαι ο Βούτσης, ο Βίτσας ή η Τασία; Σε αυτόν τον άχαρο ρόλο, πιο άχαρο ακόμη και από αυτόν του συστημικού Τύπου της κυβέρνησης στον ρόλο του απολογητή του Καμμένου, δεν μπορεί να κρυφτεί κανείς. Η εικόνα του αναπληρωτή υπουργού Αμυνας, άλλοτε στη Ρω και στο Καστελλόριζο δίπλα στους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και χθες στη Βουλή να παίρνει εκτός διαδικασίας τον λόγο, δεν μπορεί να σβηστεί. Θα είναι πάντα εδώ για να θυμίζει.
Δεν είναι εύκολο να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στον ρόλο των ανώνυμων χειροκροτητών και στον άχαρο ρόλο των απολογητών. Είναι εύκολο όμως να διαπιστώσει κανείς τι είναι αυτό που συνδέει τους μεν με τους δε. Τι δένει χειροπόδαρα τους κομπάρσους αυτής της θλιβερής παράστασης με τους πρωταγωνιστές της.