Χθες στη Βουλή άνοιξε διάπλατα η πόρτα του Ειδικού Δικαστηρίου. Κι ο υπουργός Αμυνας στάθηκε στο κατώφλι. Θα δούμε αν και ποιοι θα ακολουθήσουν.
Κρίμα. Είναι λυπηρό και για τον υπουργό και για την κυβέρνηση και για τη δημοκρατία μας. Δεν είναι κολακευτικό για μια χώρα όταν μπερδεύεται η πολιτική με την ποινική δικονομία.
Η ευθύνη όμως βαραίνει τους ελεγχόμενους.
Επέλεξαν (με μια δόση θράσους, είναι αλήθεια…) να μη δώσουν απαντήσεις σε πραγματικά και σχεδόν αυτονόητα ερωτήματα –όποια σκοπιμότητα κι αν έκρυβε η διατύπωσή τους…
Και τι κέρδισαν; Τα ίδια ερωτήματα θα κληθούν να τα απαντήσουν αλλού, υπό άλλες συνθήκες και άλλες διαδικασίες.
Πολύ φοβούμαι ότι είναι μοίρα των κυβερνήσεων (των ελληνικών, τουλάχιστον…) να πέφτουν θύματα του εαυτού τους.
Το είδαμε σε δυο προηγούμενες περιπτώσεις, διαφορετικού πολιτικού χρώματος: τον Κοσκωτά και το Βατοπέδι.
Πρώτα οι κυβερνήσεις υποβαθμίζουν το θέμα ή λένε διάφορες παρελκυστικές μπαρούφες διότι δεν θέλουν ή δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να λογοδοτήσουν. Επειδή δηλαδή δεν έχουν την πολιτική ικανότητα να περιχαρακώσουν τις ευθύνες και να τις αποδώσουν οι ίδιες, πριν παρέμβουν άλλοι.
Μετά εγκλωβίζονται στην έλλειψη λογοδοσίας και στη μη απόδοση ευθυνών που επέλεξαν.
Ενώ αν είχαν από την αρχή αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην πραγματική του έκταση, δεν θα βρίσκονταν αργότερα αντιμέτωποι με την επιβαρυμένη.
Ιδίως όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αποφασίζει, όπως χθες, να εμπλακεί στην υπόθεση. Και μάλιστα να εμπλακεί με τη χαλαρή σχέση που διατηρεί συνήθως με την αλήθεια.
Διότι η αμφισβήτηση της ιδιότητας του Παπαδόπουλου ως εκπροσώπου της Σαουδικής Αραβίας δεν προκύπτει ούτε από τον πρέσβη, ούτε από τον Σφακιανάκη, ούτε από τον Μητροπάνο και τον Ρέμο –όπως ισχυρίστηκε ο Πρωθυπουργός.
Ο Παπαδόπουλος αμφισβητήθηκε ευθέως από την επίσημη αντιπροσωπεία της Σαουδικής Αραβίας, σε επίσημη σύσκεψη στο Πεντάγωνο και παρόντων των ελλήνων ομολόγων του. Το σχετικό πρακτικό έχει δημοσιοποιηθεί.
Η υπόθεση προφανώς δεν έκλεισε χθες κι ούτε μπορούσε. Θα συνεχιστεί.
Απλώς η κυβέρνηση έχασε μια ευκαιρία να την κλείσει. Προτίμησε τη συγκάλυψη για να μη θέσει σε κίνδυνο την ενότητά της. Εκανε μια πολιτική επιλογή κι ο Πρωθυπουργός ήταν σαφής.
Ουσιαστικά δηλαδή επέλεξε όχι να απαντήσει στην ουσία του θέματος αλλά να φωνάζει «θέλουν να μας ρίξουν» κάποια συμφέροντα.
Δεν είναι πρωτοφανές. Θυμάμαι τουλάχιστον τρεις παλαιότερες κυβερνήσεις που σε αντίστοιχες περιπτώσεις έκαναν την ίδια επιλογή. Φώναζαν ότι τους ρίχνουν τα συμφέροντα.
Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
Επεσαν και οι τρεις –όχι φυσικά από τα συμφέροντα. Και μάλιστα έπεσαν χειρότερα!