Στην εφηβεία μου, κυκλοφορούσε ανάμεσα στα αγόρια της ευρύτερης παρέας ένα «ιερό», χειρόγραφο κείμενο. Ηταν ο «Δεκάλογος του καλού πλέι μπόι», συνταγμένος με στόμφο από τους 18ρηδες της εποχής. Θυμάμαι, σαν να βλέπω τώρα μπροστά μου το αντίγραφο από καρμπόν, μία από τις εντολές. «Θα έχεις πάντα ένα ύφος που θα λέει πως αν δεν ήσουν εδώ, θα ήσουν κάπου αλλού πολύ καλύτερα». Κρατάω από τότε αυτήν την τόσο στοχευμένη, μέσα στην αφέλειά της, αναφορά που περιγράφει χαρακτηριστικά το μήνυμα που εκπέμπουν πολλοί άνθρωποι. Οχι ακριβώς εγωκεντρικός σνομπισμός, αλλά cool αποστασιοποίηση.
Αναγνώρισα την επιτομή αυτού του ύφους όταν πρωτοείδα, σε κυβερνητικό ρόλο, την Τασία Χριστοδουλοπούλου. Και το ξαναθυμήθηκα όταν, προεδρεύοντας προχθές στη Βουλή, πέταξε εκείνο το «Φοβηθήκαμε» ως απάντηση σε πιθανότητα δίκης του κυρίου Καμμένου. Το στυλ της είναι πάνω από τον μέσο όρο της συριζαίας πολιτικού. Ούτε η «θεία με τα γεμιστά» Θεανώ Φωτίου αλλά ούτε και η «θεία από το Βαρανάσι» Λυδία Κονιόρδου. Θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική, αναντάμ παπαντάμ κοσμοπολίτισσα, ιδιοκτήτρια γκαλερί για παράδειγμα, που η κορμοστασιά και το ειρωνικό χιούμορ της, στα νιάτα της, θα της πρόσδιδαν γοητεία. Μονίμως παρούσα – απούσα, θα χρησιμοποιούσε το προανάκρουσμα αντιπάθειας που προκαλούν το υπεροπτικό βλέμμα και η συρτή φωνή ως επικοινωνιακό όπλο (αυτό κάνει άλλωστε και στην πολιτική). Και όταν αναφέρονταν σε αυτήν θα μιλούσαν για τις κακιούλες και τις λεκτικές προβοκάτσιες της. Ισως και με θαυμασμό.
Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, ίσως να την έκαναν επιθετικά χαριτωμένη. Εντός του Κοινοβουλίου όμως την κάνουν προσβλητική. Οχι τόσο για τους πολίτες όσο για τον θεσμικό της ρόλο.