Δεν θα σταθώ στα δαιδαλώδη επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία. Η διερεύνησή τους δεν αφορά τους θεσμούς και τους αναλυτές τους αλλά δημόσιες Αρχές για απόδοση ενδεχόμενων ποινικών και πολιτικών ευθυνών. Αυτό που κατέστη εμφανές από τη μέχρι τώρα «συζήτηση» είναι ότι η οσμή παρανομιών μεγαλώνει όσο η κυβέρνηση, σιωπώντας, υπεκφεύγοντας ή παραπλανώντας, δεν δίνει πειστικές απαντήσεις σε κρίσιμα και εύλογα ερωτήματα.
Εκείνο όμως που ξεπερνά την εμβέλεια της συγκεκριμένης υπόθεσης, όσο μεγάλη και αν αποδειχθεί, είναι το πλήγμα που δέχονται, μέσα από συνεχή ανάλογα περιστατικά και τον τρόπο αντιμετώπισής τους συλλήβδην οι θεσμοί και γενικώς η Δημοκρατία –ο Πρωθυπουργός συγχέει τους μεν με τη δε, αλλά δεν θα τον ακολουθήσουμε. Από την άποψη αυτή, η «υπόθεση Σαουδική Αραβία» είναι εμβληματική, με τη χειρότερη έννοια του όρου: αντί να διαλευκανθούν τα ερωτήματα και να αναληφθούν οι ευθύνες όπου υπάρχουν, αντί τα όποια νομοθετικά ή πολιτικά κενά να καλυφθούν με κοινή συναίνεση, αντί να προστατευθεί το κύρος των Ενόπλων Δυνάμεων και της εθνικής άμυνας, έστω και με θυσία προσώπων που προέβησαν, συνειδητά ή από αμέλεια, σε άστοχους ή παράνομους χειρισμούς, τις τελευταίες εβδομάδες γίναμε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς αντιστροφής. Οι εγκαλούμενοι έγιναν εγκαλούντες, στρατιωτικοί και διπλωμάτες που έκαναν το καθήκον τους λοιδορούνται δημόσια, οι θεματοφύλακες θεσμών, όπως ο Πρωθυπουργός, υπουργοί, ο Πρόεδρος της Βουλής, στράφηκαν κατά των θεσμών, δηλαδή κατά του εαυτού τους, προκειμένου να διασώσουν τα αξιώματά τους, το «απόρρητο» επιστρατεύτηκε όχι για να προστατέψει εθνικά συμφέροντα αλλά για να συγκαλύψει προσωπικές ευθύνες. Η διεθνής γελοιοποίηση της χώρας –ξαφνικά γίναμε πωλητές από αγοραστές όπλων, ανακαλύψαμε οψίμως ότι τα όπλα σκοτώνουν, φέραμε στο προσκήνιο απίθανους μεσάζοντες, «εξαφανίσαμε» εκατοντάδες χιλιάδες όπλα, δώσαμε μυστικά ραντεβού σε αεροδρόμια –αντί να «μαζευτεί», έγινε πρωτοσέλιδο, κουτσομπολιό και πυρομαχικά σε κομματική αντιπαράθεση.
Η Βουλή είχε τη Δευτέρα μια τελευταία ευκαιρία να επαναφέρει τα πράγματα σε δρόμο στοιχειώδους σοβαρότητας. Με ευθύνη κυρίως της κυβέρνησης, που διάλεξε τον δρόμο της συλλογικής ανευθυνότητας και της συνειδητής χυδαιότητας, και λιγότερο της αντιπολίτευσης, που δεν βρήκε τον τρόπο να μετατρέψει την ανευθυνότητα σε πολιτική καταδίκη και τη χυδαιότητα των άλλων σε ανάδειξη της δικής της διαφοράς, η ευκαιρία όχι μόνο χάθηκε αλλά και δηλητηριάστηκε. Οι πολίτες που άκουσαν και είδαν σκηνές από το «έργο» –το μόνο που ξέρει ν’ ανεβάζει η παρούσα πλειοψηφία –δεν μπορεί παρά να αντιλήφθηκαν πόσο βαθιά τραυματισμένη, σχεδόν ανίατη, είναι η Δημοκρατία μας. Η διαρκής επίκληση των θεσμών αφήνει έκθετη την αδυναμία τους, όπως η ηθικολογία φανερώνει έλλειψη ηθικής. Η πολιτική επιχειρηματολογία έχει επισήμως μετακινηθεί στο πεδίο των προσωπικών επιθέσεων, των υπαινιγμών, της ονοματολογίας, του εκταφιασμού των «σκανδάλων των άλλων». Οταν το δόγμα «όλοι ίδιοι είμαστε» θριαμβεύει στα στόματα των ίδιων των βουλευτών μέσα στο ίδιο το Κοινοβούλιο, τότε ανοίγει ο χωρίς επιστροφή δρόμος της απαξίωσης στα μάτια και στις ψυχές των πολιτών. Από επιλογή μιας κυβέρνησης που ήρθε ως η τελευταία ελπίδα.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης μια κυβερνητική εναλλαγή φοβάμαι ότι δεν θα αφήσει πίσω της καμένη γη, αλλά μια καμμένη, ώς το δημοκρατικό μεδούλι της, χώρα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος