Στην ανθολογία με τις «Νέες αμερικανικές ιστορίες» που επιμελήθηκε ο δαιμόνιος Μπεν Μάρκους πριν από δύο χρόνια για λογαριασμό των εκδόσεων Granta, ο Ντον ντε Λίλο συνυπήρχε με τον Τζορτζ Σόντερς, τη Ζέιντι Σμιθ, τον Ντένις Τζόνσον και δεκάδες άλλους βετεράνους ή πρωτοεμφανιζόμενους της μικρής φόρμας. Στη συλλογή εκείνη ξεχώριζε –λόγω συντομίας, αν μη τι άλλο –η ιστορία «Αντρες» της Λίντια Ντέιβις, που προερχόταν από το «Can’t and won’t» (2014): «Υπάρχουν και άντρες στον κόσμο. Καμιά φορά το ξεχνάμε και νομίζουμε ότι υπάρχουν μόνο γυναίκες –ατελείωτες βουνοπλαγιές με υποχωρητικές γυναίκες. Κάνουμε αστειάκια παρηγορώντας η μία την άλλη και οι ζωές μας τελειώνουν γρήγορα. Αλλά κάθε τόσο, είναι αλήθεια, ένας άντρας ξεφυτρώνει ανάμεσά μας σαν πεύκο, μας κοιτάζει άγρια και μας στέλνει μακριά κατά κύματα για να κρυφτούμε σε σπηλιές και φαράγγια μέχρι να εξαφανιστεί» (σε ελεύθερη δική μας απόδοση).
Η λογοτεχνία της Ντέιβις προέρχεται από τη μεθόριο όπου η προφύλαξη της ιδιωτικότητας συναντάει την αυτοέκθεση, έστω και με τους περιορισμούς της συγγραφικής επιμέλειας. Οπου το κυριολεκτικό συναντάει το μεταφορικό και η σημασία μιας λέξης την πολυσημία της γλώσσας. Το ύφος της είναι επιφανειακά μόνο μινιμαλιστικό και «οικείο». Κάτω από τα σύντομα διηγήματά της –ορισμένες φορές αρκούν μόλις δύο προτάσεις –ο αναγνώστης πρέπει να καταβάλει κόπο για να αφουγκραστεί τις αντηχήσεις του «ανοίκειου» που καταφθάνουν από μακριά. Ακόμη και οι λέξεις του αμερικανικού «καθημερινού» ιδιώματος ακούγονται εγκεφαλικές από πρόταση σε πρόταση. Αίσθηση που κυριαρχεί στο μοναδικό μυθιστόρημά της «Το τέλος της ιστορίας», που κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά (εκδ. Παπαδόπουλος), για το οποίο κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2013. Η ανώνυμη αφηγήτριά του ανακαλεί τις αναμνήσεις μιας σχέσης της από το παρελθόν επιστρατεύοντας όλες τις διαθέσιμες τεχνικές της μυθοπλασίας: από την αφήγηση in media res ώς την ταύτιση με τον πραγματικό χρόνο συγγραφής. «Εμοιαζε να είναι το τέλος της ιστορίας», γράφει η Ντέιβις στο σημείο που η ηρωίδα της πίνει μια καυτή γουλιά τσάι, «και για λίγο ήταν και το τέλος του μυθιστορήματος».
Η 70χρονη Λίντια Ντέιβις διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Albany και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξι συλλογές ιστοριών, αρκετές εκ των οποίων ανήκουν στην κατηγορία των flash stories και όχι του διηγήματος. Παράλληλα, μεταφράζει έργα κορυφαίων συγγραφέων από τα γαλλικά στα αγγλικά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα «Από την πλευρά του Σουάν» του Μαρσέλ Προυστ και «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ, για τα οποία είχε κερδίσει τη θετική ψήφο των κορυφαίων αμερικανικών εντύπων. «Μένει πιστή στο ύφος του πρωτοτύπου, χωρίς να φτάνει όμως στο σημείο να “φυλακιστεί”» έγραφε η Κάθριν Χάρισον το 2011 στους «New York Times», όταν η μετάφραση του Φλομπέρ είχε κάνει αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη γλώσσα που η Ντέιβις γνωρίζει καλύτερα. Οι πρώτες μεταφράσεις μάλιστα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν είχε επιστρέψει στις ΗΠΑ από τον γαλλικό Νότο, όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια με τον Πολ Οστερ, τον πρώτο της σύζυγο.
Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του «Τέλους της ιστορίας», απευθύναμε στη Λίντια Ντέιβις ορισμένες ερωτήσεις με τη μορφή ανοιχτών απαντήσεων.
…όσον αφορά τη διάθεσή μου απέναντι στον Τραμπ. Αλλά η ανησυχία μου έχει φτάσει στα όρια συναγερμού, καθώς μπορεί να προχωρά ακάθεκτος παρά τις δυσοίωνες και καταστροφικές αποφάσεις του. Καθώς επίσης η απειλή της καταστροφής που έρχεται με την κλιματική αλλαγή αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.
Είκοσι χρόνια μετά «Το τέλος της ιστορίας», οι βασικοί χαρακτήρες του ζουν…
…βασικά δεν ζουν σε κάποιο πραγματικό μέρος, καθώς είναι προϊόντα μυθοπλασίας. Το βιβλίο είναι μυθιστόρημα. Τα πραγματικά γεγονότα από τα οποία άντλησα την έμπνευσή μου επιλέχθηκαν με προσοχή για να γίνουν μυθοπλασία. Κάθε κατάσταση από την καθημερινότητα άλλαξε εντελώς στην ουσία. Οπότε οι αναγνώστες μπορούν να επιλέξουν για τον εαυτό τους όποια συνέχεια επιθυμούν!
Με το «άγχος της γραφής» καταλαβαίνω…
…την παράλυση που έρχεται όταν σκέφτεται κανείς τη λευκή σελίδα στην οποία πρέπει να γραφτεί κάτι καλό. Αλλά εγώ δεν υποφέρω από αυτό το άγχος για πολλούς λόγους. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω τρομερή αυτοπεποίθηση καθώς γράφω ή ότι αυτό πάνω στο οποίο δουλεύω θα δώσει καλό αποτέλεσμα κι εγώ θα πετύχω όσα προσδοκούσα. Κυρίως σημαίνει ότι εξασφαλίζω τέτοιες συνθήκες εργασίας, ώστε κάθε κείμενο να βρίσκεται εν εξελίξει (in progress). Στην πραγματικότητα, πολλά κείμενα ταυτοχρόνως. Ετσι, δεν αντιμετωπίζω ποτέ καμία λευκή σελίδα. Το συστήνω και σε άλλους. Η διαδικασία αυτή έχει δύο μέρη: στο ένα, κρατάς σημειωματάριο με οτιδήποτε σε ενδιαφέρει, όπως η αρχή ή η βασική ιδέα μιας ιστορίας. Στο άλλο, δουλεύεις πολλές ιστορίες μαζί, ώστε εάν κάποια δεν «πετύχει» να στραφείς σε κάποια άλλη. Είναι το τέλος της λευκής σελίδας.
…μάλλον δεν θα σας σοκάρει! Προβληματίζομαι καθώς απορροφούν πολύ χρόνο από άλλα μακροπρόθεσμα σχέδια. Επιζητούν ψυχαναγκαστικά την προσοχή όλων μας και άρα απαιτείται μεγάλη πειθαρχία για να θέσει κανείς το όριο. Επηρεάζουν και το ύφος της γραφής μας, με την έννοια ότι πρέπει να είμαστε σύντομοι και να χρησιμοποιούμε μικρές, απλές προτάσεις. Δεν είμαι σίγουρη, αλλά υποψιάζομαι ότι αποθαρρύνουν τη σύνθετη, γεμάτη αποχρώσεις, σκέψη. Ακόμη κι έτσι, βέβαια, η καθημερινή και «βιαστική» γραπτή επικοινωνία μπορεί να έχει ενδιαφέρον, αλλά φοβάμαι ότι οι νεότερες γενιές χάνουν την ικανότητα να κατασκευάσουν σύνθετες προτάσεις και να χρησιμοποιήσουν ένα ευρύ, «εξειδικευμένο» λεξιλόγιο.
…στίχοι του Ρόμπερτ Φροστ, σονέτα του Σαίξπηρ, αποσπάσματα από τον Τζέραρντ Μάνλεϊ Χόπκινς (σ.σ.: άγγλος ποιητής του 19ου αιώνα). Είτε επειδή τα αποστήθιζα όταν ήμουν νεαρή είτε επειδή ο ρυθμός και ο ήχος τους είναι ακόμη επιβλητικοί είτε επειδή το περιβάλλον όπου ζω «ανοίγει την πόρτα» στο ποίημα. Στην περίπτωση του Φροστ, για παράδειγμα, το ποίημά του για τους τοίχους και τη φύση, καθώς μένω σε μια αγροτική περιοχή με παλιά πέτρινα τείχη μέσα στο δάσος. Ο πρώτος στίχος λέει: «Υπάρχει κάτι που δεν αγαπά τον τοίχο». Δεν νομίζω ότι ο ίδιος ο στίχος έχει ιδιαίτερη χάρη, αλλά η ιδέα έχει μείνει στο μυαλό μου. Προτιμώ αυτόν τον στίχο του Χόπκινς: «Θρηνείς, Μαργαρίτα / Για το δέντρο που χάνει τα φύλλα του;» (σ.σ.: από το ποίημα «Ανοιξη και φθινόπωρο», όπου το δέντρο Goldengrove συμβολίζει τη δεύτερη εποχή).
…η μεταμόρφωση ενός κειμένου που θεωρώ πλούσιο σε ιδέες στη μητρική μου γλώσσα, την οποία επίσης θεωρώ πλούσια και γεμάτη «λύσεις». Θα αγαπάω τα αγγλικά περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, παρά την ομορφιά που μπορεί να κρύβει και παρά το γεγονός ότι προσπαθώ μονίμως να μαθαίνω ξένες γλώσσες, τουλάχιστον στο βασικό επίπεδο.
…να δίνω μεγάλη προσοχή σε κάθε λέξη, στον «ήχο», τις αναφορές και το ακριβές νόημα (στην περίπτωση του αγγλόφωνου Μπέκετ) και (στην περίπτωση του Κάφκα, τον οποίο διαβάζω περισσότερο από μεταφράσεις) να παρατηρώ και να συναισθάνομαι τους ανθρώπους με την αίσθηση του χιούμορ.
…ο Μπέκετ, όπως μόλις είπα, ο Τζέιμς Αγκι («A death in the family»), όχι τόσο γνωστός όσο θα έπρεπε, ο Τζέιμς Τζόις, η Σίρλεϊ Χάζαρντ («Τransit of Venus») και πολλοί από τους μυθιστοριογράφους που έχουν αντέξει στον χρόνο. Δεν είναι όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς ή σπουδαίοι στυλίστες, αλλά είναι έστω οι περισσότεροι.
…ότι στην πραγματικότητα δεν είναι μια καλή ιστορία. Είναι προφανής και «συναισθηματική». Ξέρω ότι μπορεί να κάνει πολλούς να κλάψουν, αλλά εγώ δεν είμαι μία από αυτούς. Πιστεύω ότι μια ιστορία τόσο μικρή πρέπει να έχει πολυπλοκότητα και το στοιχείο της έκπληξης για να προκαλέσει τη σκέψη του αναγνώστη.
Lydia Davis
Το τέλος
της ιστορίας
Μτφ. Ρίτα Κολαΐτη
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ. 272
Τιμή: 16 ευρώ