«Σαν ένα χαρούμενο παιδί θα ήθελα να με θυμούνται» λέει και ο ήχος της φωνής της το επιβεβαιώνει. Η Μαίρη Λίντα ετοιμάζεται να ανέβει στη σκηνή του Παλλάς για να ερμηνεύσει όλα τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που έχει δισκογραφήσει. «Είναι γύρω στα 35 –από τον “Επιτάφιο”, την “Πολιτεία Α”, το “Αρχιπέλαγος”, αλλά και κάποια σκόρπια. Ομως θα πω όσα αντέξω» λέει γελώντας δυνατά. «Οσα χρόνια και αν περάσουν, όση πείρα και αν αποκτήσει ένας καλλιτέχνης, δεν απαλλάσσεται ποτέ από την αγωνία του. Αυτό που αισθάνομαι στο στομάχι πριν ανέβω πάνω στη σκηνή δεν έχει σταματήσει. Θέλω να το νιώθω πάντα. Γιατί αυτό σημαίνει ότι θα τραγουδάω. Και αν σταματήσω να τραγουδάω, τότε θα πεθάνω». Τι αγαπάει, αλήθεια, στον Μίκη; «Την αιώνια επιθυμία του για δημιουργία και ζωή».
«ΨΗΛΟΣ ΣΑΝ ΔΕΝΤΡΟ». «Πήγα πρόσφατα στο σπίτι του Μίκη για να μιλήσουμε για τη συναυλία. Εφτασα κατά τις επτά το απόγευμα και έφυγα από εκεί στις τρεις το πρωί! Μιλήσαμε, φάγαμε, είπαμε ιστορίες από τα παλιά και τραγουδήσαμε. Αυτός είναι ο Μίκης που αγαπώ. Οταν πήγα για πρώτη φορά στο στούντιο για να τον συναντήσω και να με ακούσει, τα πόδια μου έτρεμαν. Μου είχαν κοπεί τα γόνατα. Βλέπω εκείνον τον ψηλό όμορφο νέο, με τα σγουρά μαλλιά, με σώμα ευθυτενές σαν δέντρο. Ολοι νέοι ήμασταν τότε, ανέμελοι και γεμάτοι όνειρα! Εγώ του έριχνα ματιές, δεν ξέρω αν ζήλεψε ο Μανώλης (εννοεί τον Χιώτη). Ηταν όμως πολύ φίλοι με τον Μίκη. Ηταν σαν αδέλφια. Τους έδενε όχι μόνο η αγάπη για τη μουσική, αλλά και η εκτίμηση που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Και όταν αυτό αναπτύσσεται ανάμεσα σε καλλιτέχνες, είναι πολύ ισχυρό. Ο θαυμασμός δηλαδή για τη δημιουργία του άλλου».
«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ». «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι απ’ όσα δικά του έχω τραγουδήσει. Ο,τι έχει βγει από τα χείλη μου το έβαλα βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Ο “Επιτάφιος”, ναι, είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μου. Ηταν το πρώτο έργο του που ερμήνευσα. Κάτι ρίγησε στην ψυχή μου όταν το άκουσα. Η δύναμη της μουσικής και το σμίξιμο με τους εκπληκτικούς αυτούς στίχους φτιάχνουν έναν ακριβό κόσμο. Και είμαι τυχερή που συνδέθηκα και γεύτηκα τα θεσπέσια υλικά του. Πολλές φορές με ρωτούν για τις άλλες εκτελέσεις –όχι μόνο όσων έκανα με τον Μίκη -, πώς φτάνουν στ’ αφτιά μου. Τραγούδια που έχω πει κι εγώ ερμηνευμένα από άλλους. Εκείνο που ξεχωρίζω –σε όποιο είδος και αν έχει επιλέξει ο καλλιτέχνης για να εκφραστεί –είναι αν η φλόγα του καλλιτέχνη διαπερνά τον τρόπο που επιλέγει να πει τις λέξεις. Πόσο δυνατές τις κάνει με την ανάσα του, τις παύσεις, το τσίμπημα που νιώθει μέσα του να το δώσει στον κόσμο».
ΑΝΕΝΤΑΧΤΗ. «Εχω τραγουδήσει πολλούς συνθέτες και έχω συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες κι ερμηνευτές. Στα πρώτα μου βήματα εμφανίστηκα δίπλα στη Σοφία Βέμπο, που ήταν το ίνδαλμά μου. Αισθανόταν κάθε νότα που έβγαινε από τα χείλη της κι εγώ τη μελετούσα. Το ίδιο και με τη Μαρίκα Νίνου. Αλλη σπουδαία αυτή. Από τα νέα κορίτσια αγαπώ την Αννα Βίσση και τη Χαρούλα Αλεξίου. Είχα τη χαρά να μοιραστώ τη σκηνή μαζί τους. Πολλές φορές με ρωτάνε σε ποιο είδος ανήκω. Στο ελαφρύ, στο λαϊκό κ.λπ. Εγώ είμαι λαϊκή χωρίς να είμαι λαϊκιά (λέει γελώντας). Θέλω να πω ότι τέτοια ήταν η φωνή μου, αλλά βαριά λαϊκά τραγούδια δεν έχω πει –όπως η Σωτηρία Μπέλλου, ας πούμε. Ποτέ δεν κατάλαβα τι εξυπηρετεί αυτός ο διαχωρισμός. Ή τραγουδάς καλά ή δεν τραγουδάς, όποιο είδος και αν ερμηνεύεις. Ενα κοριτσόπουλο που τραγουδούσε Θεοδωράκη πού θα το τοποθετούσε κάποιος; Το έργο του Μίκη τι είναι; Λαϊκό, έντεχνο, τι; Είναι απλώς σπουδαίο, όπως πρέπει να είναι κάθε έργο, και αυτό φτάνει».
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙΑ. «Εχω πει “όχι” σε μεγάλες επιτυχίες. Αλλιώς κρίνουμε εμείς κι αλλιώς ο κόσμος. Αλλά ευτυχώς τα περισσότερα τραγούδια που έχω πει έχουν γίνει επιτυχίες. Φυσικά και μου φέρνουν ακόμη τραγούδια για να ερμηνεύσω, αλλά δεν μου αρέσουν. Αν έχεις πει τραγουδάρες, δεν μπορείς να πεις τραγουδάκια. Βέβαια στο ξεκίνημά μου είπα και κάποια που δεν είχαν μεγάλη απήχηση. Πριν ακολουθήσουν οι μεγάλες επιτυχίες που έκανα με τον Χιώτη, είχα πει τραγούδια του Καπλάνη, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου. Σχεδόν τίποτα δεν ακούστηκε από αυτά. Οχι γιατί δεν ήταν καλά τραγούδια, αλλά γιατί κι εγώ μπορεί να μην ήμουν έτοιμη. Ολα θέλουν τον σωστό χρόνο».