Δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει και τα δέκα διηγήματα της Ζέτας Κουντούρη με τον τίτλο «Λίγο πριν βρέξει», αν και διαβάζονται ευχάριστα, ωστόσο κάτι τους λείπει που θα τα έκανε –κατά το δυνατόν –ολοκληρωμένα αφηγηματικά κομμάτια. Ή έστω θα τους έδινε την προοπτική σε μια δεύτερη ανάγνωση να μην υπάρχει το déjà vu, που όμως έναν προσεκτικό αναγνώστη τον έχει καταλάβει με την πρώτη κιόλας ανάγνωση. Με τη λύση του «μυστηρίου» να υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που, ενώ κατά κανόνα λειτουργεί ως πρόκληση για μια ανάγνωση, αν όχι συναρπαστική, σίγουρα όμως ευχάριστη, στη συγκεκριμένη περίπτωση δύσκολα αποκρύπτει μια υπονομευτική πρόθεση του ίδιου του περιεχομένου. Διαβάζουμε: «Ανθρωποι στα όρια της αντοχής τους που παραπαίουν βασανιστικά ανάμεσα σε εφιάλτες και φοβίες. Πόρτες κλειστές που κρύβουν σκοτεινά μυστικά, θανάτους ύποπτους, πάθη αδιέξοδα, έρωτες αδιευκρίνιστους. Τοπία θολά όπου το νερό της βροχής δρα καταλυτικά και χαρίζει ένα είδος λύτρωσης».
Δεν πρόκειται μόνο για μια «σύνοψη» που θα ορκιζόταν κανείς ότι την έχει διαβάσει με διαφορετική, έστω, διατύπωση πάρα πολλές φορές σε σχέση με βιβλία διηγημάτων, είναι κυρίως γιατί εν σωτηρίω έτει 2017 ο κόσμος φαίνεται ότι μπορεί να υπάρξει στη λογοτεχνική του, κυρίως, μετουσίωση σαν κάτι που δεν του χρειάζονται, προκειμένου να ολοκληρωθεί, όσα συμβαίνουν γύρω του ως κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Μπορεί να εννοηθεί ως ένα αυτόνομο γεγονός μόνο με βάση τις αγωνίες που κατατρύχουν κάποιες ευαίσθητες υποτίθεται ψυχές. Τόσο κοινές όμως για όλους τους ανθρώπους ευαισθησίες ώστε η επιμονή στην κοινότητά τους σαν να πρόκειται για κάτι εξαιρετικό να προκαλεί ένα είδος συγγραφικής ομφαλοσκόπησης. Διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν ο έρωτας ενός φαρμακοποιού για μια υπάλληλό του («Τι σημασία μπορεί να έχει;») να μπορεί να θεωρηθεί, αν και με οικογένεια ο φαρμακοποιός, ως αδιέξοδο πάθος ή σκοτεινό μυστικό και μάλιστα όπως το μεγιστοποιεί μια κλειστή πόρτα. Με λίγα λόγια η Ζέτα Κουντούρη φαίνεται πως θέλει να διαχειριστεί ως κάτι πρωτότυπο μια εντελώς λογική συνθήκη, καθώς αισθήματα, περιστατικά, αναμνήσεις, του πρωτοπρόσωπου αφηγητή ή των προσώπων που επιλέγονται ώστε συνδιαλεγόμενα μαζί του να τα γνωρίσουμε σε βάθος, έχουν δρομολογηθεί με έναν εντελώς αδόκιμο τρόπο: να είναι δηλαδή ο ίδιος συγγραφέας που αποφασίζει για όλα αυτά και όχι όσα ενδεχομένως θα μας αποκάλυπταν τα ίδια αν είχαν αφεθεί ελεύθερα σε σχέση με οποιαδήποτε συγγραφική πρόθεση.
Ξορκίζει την επικαιρότητα
Το ακόμη πιο περίεργο όμως είναι ότι αν και η Ζέτα Κουντούρη καταπιάνεται με θέματα που άπτονται της επικαιρότητας, όπως συμβαίνει με τη Μολδαβή Νίνα που εργάζεται ως εσωτερική σε ένα αθηναϊκό σπίτι («Λίγο πριν βρέξει») ή με τους διαδηλωτές στη Βασιλίσσης Σοφίας που κατευθύνονται στη Βουλή και δεν αποκλείεται να βάλουν φωτιά στους γύρω δρόμους («Ενα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ»), μοιάζει τελικά σαν να ξορκίζει την επικαιρότητα και ως απάντηση σε ό,τι συμβαίνει να θεωρεί τη θολή, προβληματική κατάσταση ενός ανθρώπου, σάμπως και ο εξωτερικός κόσμος να είναι άσχετος με ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό ενός ανθρώπου. Αν τελικά οι ήρωες των δέκα διηγημάτων μοιάζει να συκοφαντούνται εκ των ένδoν, είναι γιατί ενώ όλοι τους υπήρξαν θύματα άλλοτε κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων και άλλοτε ανεξέλεγκτων ή ελεγμένων ψυχολογικών δυνάμεων («Θα σε σκοτώσω»), η συγγραφέας τούς εμφανίζει ως προσωπικότητες που ενεργούν αυτόβουλα, με αποτέλεσμα το νυστέρι που θα χρειαζόταν για να φτάσει στα έγκατά τους να αντικαθίσταται από μιαν έκφραση κομψά και με ευγένεια δουλεμένη, που κάνει το δράμα τους σχεδόν επινοημένο. Οσο περιθωριακός ή ανορθόδοξος κι αν είναι ένας ήρωας («Χαρτί στον άνεμο»), δεν φτάνει από μόνη της η ιδιότητά του αυτή για να τον μεταβάλει σε πρόσωπο δράματος, όταν ο τρόπος γραφής που θέλει να τον αξιοποιήσει μάλλον τον υποτιμά με την καταπραϋντική, καθησυχαστική εκφορά και διατύπωση.
Η αίσθηση της εκζήτησης
Ακόμα κι όταν σποραδικά παρατηρείται μια τάση να τοποθετηθεί ένα περιστατικό, σε σχέση με κάτι πολύ ευρύτερο σε σημασία, έχεις την αίσθηση μιας εκζήτησης, καθώς είναι αδύνατο να συνδυάσει κανείς την πτώση των Δίδυμων Πύργων με τον θάνατο της γυναίκας ενός χειρουργού, στην Ελλάδα μάλιστα, την άνοιξη της ίδιας χρονιάς και μάλιστα να θεωρήσει τόσο την πτώση όσο και τον θάνατο εξίσου υπεύθυνα για την κατάρρευση και τον αλκοολισμό του χειρουργού. Εστω κι αν ακούγεται να λέει τη φράση «δεν είναι ο θάνατος που με σοκάρει, είναι το κενό…».
Οσο κι αν η λογοτεχνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επαναδραστηριοποίηση καθημερινά μιας άκρως εντυπωσιακής ρήσης που λέει «Ανοίγει ένα παράθυρο στο Παρίσι και συναχώνονται στο Πεκίνο», η υπόγεια ανάμεσά τους σχέση χρειάζεται πολύ πιο διακριτικούς τρόπους για να γίνει πειστική. Εστω κι αν η σύνδεση του Παρισιού με το Πεκίνο αναφέρεται κυρίως σε μια οικονομική αλληλεξάρτησή τους, η λογοτεχνία γίνεται και σ’ αυτό το σημείο ακόμα πιο εκφραστική, αν θυμηθείς ακόμη και πρόσφατα αφηγήματα, όπως για παράδειγμα «Το ωστικό κύμα» του Νίκου Δαββέτα όπου μ’ έναν έξοχο τρόπο συνδυάζονται η έκρηξη σ’ έναν σταθμό του Μετρό στο Λονδίνο με τη μητέρα ενός θύματος να διαισθάνεται την ίδια στιγμή στην Αθήνα, ενώ πλένει ένα φλιτζάνι στον νεροχύτη, τι έχει συμβεί στον γιο της.
Βεβαίως, παρά τα όσα σημειώνουμε, τα διηγήματα της Ζέτας Κουντούρη δεν είναι άμοιρα σημασίας. Πολλή ενδεχομένως «ψυχολογία», σε συνδυασμό με μια άκρως επιμελημένη λογοτεχνικά γραφή να τους αφαιρεί το νεύρο που ως σύλληψη διαθέτουν, μένει όμως μια ατμόσφαιρα που σε μπάζει, εκόντα άκοντα, σε μια αφηγηματική ηρεμία τόσο περισσότερο πολύτιμη όσο θα μπορούσε λόγω των θεμάτων να εκτραχυνθεί σε μια αισθητική τερατωδία, έστω κι αν τώρα ενοχλεί ως ένας συγγραφικός καθωσπρεπισμός.

Ενα μονάχα στιγμιότυπο
Αν αξίζει κάτι ακόμη να αναφερθεί, είναι γιατί ένα «θέμα» όπως αυτό του διηγήματος «Θα σε σκοτώσω», που είχε όλες τις προϋποθέσεις να σταθεί ως μια ευρεία σύνθεση, το κρατάει η συγγραφέας στο επίπεδο του στιγμιότυπου, με το πολύ ωραίο εύρημα ότι θύτης και θύμα είναι η συνέπεια της ίδιας ακριβώς φράσης να μένει μετέωρο. Ετσι ώστε ένα τετράστιχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, για μια μητέρα στον Βαρδάρη που απειλεί το παιδί της στον δρόμο λέγοντάς του «δεν θα γυρίσουμε σπίτι / θα σε κρεμάσω ανάποδα», με τον ποιητή να συνοψίζει «γύρισα κι είδα το μικρό / ήτανε κιόλας κρεμασμένο», να γίνεται πολύ πιο αιχμηρό σε σχέση με τις τρεις σελίδες τού «Θα σε σκοτώσω».
Με την εμμονή κάθε διήγημά της να συνιστά μια κορυφαία στιγμή στη ζωή άλλοτε του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και άλλοτε ενός ήρωα, η Ζέτα Κουντούρη φαίνεται να ξεχνά ότι θα μπορούσε να γράψει εξίσου ενδιαφέροντα διηγήματα, ενώ η κορυφαία στιγμή θα είχε βιωθεί με τόση ένταση ώστε να εκφράζεται ως μια συνήθης καθημερινότητα. Σε βαθμό που προσπαθώντας κανείς να την ανακαλύψει, να συναντάει έναν πρωτόγνωρο πλούτο εικόνων, γεγονότων, αισθημάτων και καταστάσεων.