Ο Τέρενς Μάλικ γύρισε δύο από τις σπουδαιότερες αμερικανικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 («Badlands» – 1973, «Days of Heaven» – 1978) και μετά… εξαφανίστηκε. Για 20 χρόνια. Κανείς δεν ξέρει τι του συνέβη, ο ίδιος δεν έχει δώσει ποτέ του κάποια εξήγηση (άλλωστε δεν δίνει και συνεντεύξεις), αλλά επέστρεψε το 1998 με τη «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή». Ολες του οι ταινίες όμως μοιάζουν να στήθηκαν μόνο και μόνο για να οδηγηθεί στο «Δέντρο της ζωής», που γύρισε δίχως κανέναν απολύτως περιορισμό. Η πρώτη ημερομηνία κυκλοφορίας του φιλμ ήταν η 25η Δεκεμβρίου του 2009, διοργανωτές του Φεστιβάλ των Καννών μπήκαν σε διαπραγματεύσεις ώστε η πρεμιέρα να πραγματοποιηθεί στο Φεστιβάλ του 2010 αλλά ο Μάλικ επέμενε: Η ταινία θα είναι έτοιμη όταν το πω εγώ. Τελικά, το φιλμ έκανε πρεμιέρα στις Κάννες το 2011. Και έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα. Πολλοί βλέπουν στο πρόσωπό του έναν φιλμικό γκουρού, ένα μύστη – κινηματογραφιστή μακριά από κάθε λογοτεχνική ή θεατρική αφηγηματική γραμμή. Μια ματιά στο «Δέντρο της ζωής» θα σας πείσει: το φιλμ δεν φέρνει ποτέ σε πρώτη γραμμή τον διάλογο, το γεγονός ή τον χαρακτήρα, αλλά αντίθετα είναι πάνω απ’ όλα «καθαρό» σινεμά, που υποβάλλει την αφήγηση, το συναίσθημα και τις ιδέες μέσα από την εικόνα και τον ήχο. Και ξεκινά από έναν θάνατο: ενός εκ των τριών παιδιών μιας οικογένειας στον αμερικανικό Νότο του 1950. Πρώτο τολμηρό βήμα: αντιμέτωπος με τη σκληρότητα που εξαπολύει ο θάνατος ενός παιδιού, ο –πτυχιούχος Φιλοσοφίας –Μάλικ κάνει ένα ακραίο flash-back και μας πάει στην παλαιολιθική εποχή (το ακριβώς αντίστροφο του flash-forward του κιουμπρικικού «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος»), πίσω στο Βig Βang, που έρχεται μετά το «παιχνίδι» δύο δεινοσαύρων: ο ένας, «κυρίαρχος», βρίσκει τον άλλο, αδύναμο, πεσμένο σε μια λίμνη και ο θεατής προετοιμάζεται για μια μάχη –την επιβεβαίωση δηλαδή του κλισέ περί της επιβίωσης του ισχυρού. Εν τέλει, ο δυνατός θα χαρίσει μια ζωή –αλλά τι νόημα έχει; Η καταστροφή ακολουθεί και τα δύο πλάσματα, μαζί με άλλα 60 εκατομμύρια, χάνονται. Είναι λες ο Μάλικ ξαναδιαβάζει τον Εντγκάρ Μορέν: «Ολα αυτά που απείλησαν τους ανθρώπους των σπηλαίων –σκότος, καταστροφή, πείνα, δίψα, δαίμονες, φαντάσματα –ζουν ακόμα στις ψυχές μας και μας θλίβουν, μας απειλούν εκ των έσω».
ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ. Η ταινία θα επιστρέψει στην οικογένεια και θα γνωρίσουμε τα παιδιά και τους γονείς, ιδίως τον σκληρό πατέρα (Μπραντ Πιτ – συμπαραγωγός της ταινίας): σκληρό όχι επειδή δεν αγαπά αλλά επειδή δεν ξέρει πώς να το εκφράσει επειδή δεν του το έμαθε κανείς –τραύματα που ο, ενήλικος πλέον, γιος του προσπαθεί να διαχειριστεί. Ο φόβος και η ενοχή προχωρούν χέρι χέρι, οι δύο ρόλοι που ισορροπούν στο ισοζύγιο του Εγωισμού μας, μας ορίζουν και μας συνδέουν με τον κόσμο της πρωταρχικής αγάπης. Ισορροπιστής και ο ίδιος ο Μάλικ, υφαίνει ένα νήμα που διαπερνά τα πάντα, σε μια ιστορία που ξετυλίγεται σαν ένα κομμάτι μουσικής. Κι αυτό, ακολουθώντας την εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου –που προσπαθεί να βρει τις απαντήσεις σε ερωτήματα που τον απασχολούσαν για χρόνια σχετικά με τον θυμό του πατέρα του, την αγάπη της μητέρας του, τον θάνατο του αδελφού του, αλλά και την προσωπική του «πάλη» με το νόημα της ζωής. Η ιστορία έχει ως φόντο την απέραντη ομορφιά του κόσμου και τους επαναλαμβανόμενους ρυθμούς του σύμπαντος. Ο αγώνας του γίνεται μέρος των δημιουργικών και καταστροφικών δυνάμεων, καθώς αρχίζει να διαισθάνεται τον δεσμό του με τη σκόνη των αστεριών, τα προϊστορικά πλάσματα και την ύστατη μοίρα του.
Ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει (μαζί με την Τζέσικα Τσαστέιν που πριν την ήξεραν μονάχα οι αμερικανοί θεατρόφιλοι) μια σχεδόν υπερβατική φόρμα (την οποία και θα διατηρήσει για όλα τα επόμενα φιλμ του) λες και, έπειτα από δεκαετίες σκέψης και πάνω στο μέσο, αισθάνθηκε έτοιμος να κάνει αυτό το βήμα μόνο τότε. Να «ξεπεράσει» δηλαδή όλα τα εκφραστικά του μέσα, αλλά και όλα τα συναισθήματα που μετέφεραν, μετουσιωμένα σε εικόνες «τακτοποιημένες», που τώρα επιστρέφουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν για να παρασυρθούν από έναν μεγάλο άνεμο.
info
Σκηνοθεσία – σενάριο: Τέρενς Μάλικ
Φωτογραφία: Εμάνουελ Λουμπέσκι
Μουσική: Αλεξάντρ Ντεσπλά
Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Τζέσικα Τσαστέιν, Σον Πεν
Διάρκεια: 138’