Υπάρχουν σπουδαίες καλλιτέχνιδες; Το διατυπωμένο ήδη το 1970 ερώτημα της εκλιπούσης θεωρητικού τέχνης Λίντα Νόκλιν είχε φέρει τον φεμινισμό της εποχής στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης. Σε ένα ιστορικό δοκίμιό της στο περιοδικό «ARTnews» η Νόκλιν είχε επισημάνει ότι οι γυναίκες είχαν συστηματικά αποκλειστεί επί αιώνες και μέχρι το 1970 από μια εξελισσόμενη ιεραρχία που βρήκε τον τρόπο να τις υποτιμήσει και να τις αποσιωπήσει. Η Νόκλιν με άμεσο, συχνά αστείο και επιθετικό λόγο αμφισβήτησε τις δομές που είχαν χρησιμοποιηθεί για να κρατήσουν τις καλλιτέχνιδες εκτός ιστορίας. Η ίδια θεώρησε τους ίδιους τους θεσμούς της ιστορίας της τέχνης «διεφθαρμένους» σε επίπεδο διανοητικό, ψυχαναλυτικό και σημειολογίας.

Και σήμερα, σε ένα νέο κύμα φεμινιστικής θεωρίας, μία έκθεση με έργα καλλιτέχνιδων φέρνει στην Αθήνα τη «γυναικεία δύναμη» με σκοπό να συμπληρώσει τα κενά ως προ το φύλο των εικαστικών. Η έκθεση «I used to be funny but now I am dead» στην Can Gallery παρουσιάζει τρεις ελληνίδες βετεράνους σε ιδεατή συνομιλία με τρεις νεότερες από την Ελλάδα και τη Γαλλία. Η συνύπαρξη έργων ζωγραφικής, γλυπτικής, κολάζ, φωτογραφιών και μεικτών τεχνικών των Λήδας Παπακωνσταντίνου, Χρύσας Ρωμανού, Σίλειας Δασκοπούλου, Αλίξ Μαρί, Ειρήνης Καραγιαννοπούλου και Νανάς Σαχίνη σχολιάζει τη συνθήκη που περιπαίζει και ο τίτλος της έκθεσης: οι γυναίκες γνώρισαν μία σχετικά μικρή καταξίωση εν ζωή ή αναγνωρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά τον θάνατό τους.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΑΛΙΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ. Η περίπτωση της Χρύσας Ρωμανού είναι μία από αυτές. Το έργο της «Εικόνες» στην Can από τη σειρά ντεκολάζ πάνω σε πλέξιγκλας της δεκαετίας του 1980 παρουσιάζει το ταλέντο της που την έφερε στο Παρίσι, ανάμεσα στα ονόματα της πρωτοπορίας του ’60 ασκώντας την κριτική της στη μαζική κατανάλωση και κουλτούρα. Αν και αναγνωρίστηκε από κοινό και θεωρητικούς, έζησε στη σκιά του συζύγου της, του σημαντικού καλλιτέχνη Νίκου Κεσσανλή. Κάτι που υπογραμμίζει άλλωστε και η έκθεση στο Σπίτι της Κύπρου «Amour. Μία ανάγνωση στο φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Κεσσανλή», σε επιμέλεια του Δημήτρη Τσουμπλέκα και της Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Φωτογραφίζοντας εμμονικά τη Χρύσα σε χιονισμένες πλατείες, ανθισμένα τοπία, γέφυρες, παραλίες, εσωτερικά σπιτιών, σε διαδηλώσεις, δεξιώσεις και ταυρομαχίες, ο Κεσσανλής μας παρέδωσε άθελά του ένα οπτικό ημερολόγιο ερωτικής συμβίωσης», επισημαίνουν οι επιμελητές.

Δύο φωτογραφικά πορτρέτα της Λήδας Παπακωνσταντίνου, από περφόρμανς που είχε κάνει το 1970, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, είναι οι επιλογές της για την Can προκειμένου να παρουσιάσει την πρωτοποριακή δουλειά της πάνω στο ανθρώπινο σώμα και την έμφυλη ταυτότητα. Ενώ τα ζωγραφισμένα γυναικεία κεφάλια-μάσκες της Σίλειας Δασκοπούλου εξηγούν τη συνέντευξή της το 1978 στο περιοδικό «Πάνθεον»: «Η γυναίκα που πεινάει, υποφέρει, προσποιείται, κάνει οδυνηρές εγχειρήσεις για να αρέσει, την ξέρω καλά. Προσπάθησα απελπισμένα από τα είκοσι σχεδόν ώς τα τριάντα πέντε μου να μπω σε αυτό το καλούπι που μας έχει επιβληθεί με πλύση εγκεφάλου. Από μικρό παιδί ζήλευα τα ωραία κοριτσάκια γιατί έβλεπα ότι είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση».

Η συμμετοχή των νεότερων γυναικών καλλιτεχνών στο «I used to be funny but now I am dead» επιχειρεί τον σχολιασμό της σχέσης εικονογραφίας και γυναίκας-αντικείμενο. Η γαλλίδα Αλίξ Μαρί το δείχνει με τις λεπτομέρειες γυμνών σωμάτων τυπωμένες σε ύφασμα . Η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου στις επιζωγραφισμένες φωτογραφίες εικόνων από παλιά περιοδικά . Η Νανά Σαχίνη με δύο γλυπτά σώματα, ασαφή ως προς το φύλο τους, προκειμένου η πολυπλοκότητα να ιδωθεί «ως άγρια ποικιλία ανθρώπινων δραστηριοτήτων».