«Ο γιος της Σοφίας»: Εάν η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 άμβλυνε ακόμη περισσότερο (σε συλλογικό κοινωνικό επίπεδο) την αίσθηση πως τούτη εδώ η χώρα καταλαμβάνει ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος στον κόσμο απ’ αυτόν που της αντιστοιχεί στον χάρτη, η οικονομική κρίση που ακολούθησε λίγα χρόνια μετά φαντάζει σαν ξύπνημα στον εφιάλτη. Γιατί, προφανώς, όλοι ζούσαμε μέσα σε μια φούσκα, σε ένα όνειρο. Η αισιοδοξία μας τότε δε θύμιζε τα χαζοχαρούμενα 80s: Υπήρχε μια ψευδεπίγραφη βεβαιότητα πως, δεν μπορεί, όλη αυτή η Ιστορία, όλο αυτό το «ελληνικό μεγαλείο», το «φιλότιμο» βρε αδερφέ, ριζώνει σε κάτι απτό, σε κάτι αληθινό. Γι’ αυτό και όταν, τελικά, σηκώθηκε η αστραφτερή αυλαία που κάλυπτε τα πάντα, η κατάθλιψη σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα με ένα σύννεφο γκρίζο, πιο γκρίζο από τα κτίρια της πρωτεύουσάς της. Και η μόνη βεβαιότητα που είχαμε πλέον να αντιμετωπίσουμε ήταν αυτή της πλάνης και του βίαιου ξεριζωμού ενός ονείρου στο οποίο είχαμε –καθένας για προσωπικούς λόγους –ανάγκη να πιστέψουμε.
Στην ταινία της Ελίνας Ψύκου, ένα εντεκάχρονο αγόρι, ο Μίσα, καταφθάνει από τη Ρωσία στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2004 για να ζήσει με τη μητέρα του Σοφία έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα αποχωρισμού. Φτάνει στο αεροδρόμιο και ήδη, από τις πρώτες στιγμές, διαισθάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά. Η μάνα δεν τρέχει προς το παιδί, το παιδί κοντοστέκεται μπροστά στην αγκαλιά της. Επικοινωνούν με τα βλέμματα, με τις αισθήσεις. Γιατί εκείνη δεν έχει το θάρρος να του πει την αλήθεια: στην Αθήνα τον περιμένει ένας νέος πατέρας, ένας ηλικιωμένος ηθοποιός, που προσπαθεί να διδάξει στο παιδί την ελληνική γλώσσα αλλά και τα ελληνικά ιδεώδη με όλους τους λάθος τρόπους. Και ο Μίσα έχει μονάχα έναν τρόπο για να διαφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα: τα όνειρά του.
Οταν λοιπόν η κάμερα της Ψύκου αποφασίζει να βυθιστεί στο χώρο του προεφηβικού ασυνείδητου, οι προκύπτουσες σεκάνς φανερώνουν μια σπάνια κινηματογραφική ευαισθησία. Επιτέλους, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια «κάλπικη» παιδική ματιά, αμαυρωμένη από τη νοσταλγία ενός ενηλίκου. Γιατί οι στιγμές αυτές στάζουν έναν άγουρο λυρισμό που μόνο το παιδί μέσα σου μπορεί να τον «διαβάσει» και να τον ασπαστεί (διόλου τυχαία η αναφορά στον Αλμπέρ Λαμορίς στο φινάλε). Είναι κρίμα που, σεναριακά, η ταινία προσπαθεί να μιλήσει για όλα τα παρακλάδια του θέματός της (τα πρώτα σημάδια της κοινωνικής παρακμής που έρχεται συγκρούονται συχνά με την προσπάθεια να στηθεί μια αλληγορία δουλεμένη με σύμβολα που είναι πότε εξόφθαλμα και πότε λειτουργούν κόντρα σε μια κάποια ενότητα ύφους), όμως τούτη εδώ η ταινία έχει ψυχή. Και αν αυτές οι στιγμές δεν αρκούν για σας, προσέξτε πόσο γήινη και αληθινή είναι η σχέση της Βάλερι Τσεπλάνοβα με τον μικρό Βίκτορ Καμούτ, σχέση που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά μιας ταινίας που αξίζει να δείτε.
Βαθμοί: 7
«Λαίδη Μάκμπεθ»: Προσέξτε! Μην αναζητάτε σαιξπηρικούς συνδέσμους, μιας και πρόκειται για μεταφορά της «Λαίδης Μάκμπεθ του Μτσενσκ» του Νικολάι Λεσκόφ, η οποία κιόλας μεταφέρθηκε στο σινεμά για πρώτη φορά το έτος 1962, από τον Αντρέι Βάιντα. Ο Ουίλιαμ Ολντροϊντ όμως μεταφέρει τη δράση του έργου στην Αγγλία του 1865, προφανώς επειδή θέλει να καταδείξει την πατριαρχία στη δυτική κοινωνία, μέσα από μια γραφή αφαιρετική, γεμάτη σιωπές και κενούς χρόνους, ούτως ώστε να αναδειχθεί η βαρύνουσα σημασία του δράματος. Αυτό κάνει το έργο του και διδακτικό, και βαρετό, κι ας προσπαθούν οι Φλόρενς Που, Κόσμο Τζάρβις και Πολ Χίλτον.
Βαθμοί: 4
Γοητευτικό!
«Μανιφέστο»: Μια εξαιρετική περίπτωση. Η Κέιτ Μπλάνσετ και ο Γιούλιαν Ρόζενφελντ, ένας από τους κυριότερους σύγχρονους δημιουργούς με παρουσία στο Museum of Modern Art (MoMA) της Νέας Υόρκης και τη Saatchi Gallery του Λονδίνου, συμπράττουν σε έναν κινηματογραφικό διάλογο που εμπνέεται από τα μεγάλα καλλιτεχνικά μανιφέστα (από τον ντανταϊσμό μέχρι και το Δόγμα 95 του Τρίερ), εκ του οποίου προκύπτουν 12 ιστορίες. Απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε κινηματογραφόφιλους, είναι αλήθεια, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι άκρατα γοητευτικό. Και η Μπλάνσετ αποδεικνύει για άλλη μια φορά την κλάση της. Αν είναι να πηγαίνουν εκεί τα λεφτά που τσεπώνει από τις φούσκες της Marvel, χαλάλι.
Βαθμοί: 6
Προβάλλονται επίσης
Στο «Πάντινγκτον 2» ο μικρός αρκούδος πρέπει να ανακαλύψει ένα χαμένο βιβλίο και η ταινία δεν χάνει τη σπιρτάδα του πρωτότυπου – μόνο ίσως το στοιχείο της έκπληξης Βαθµοί: 2. Στο «Ξαναγύρισε ο μπαμπάς», οι Γουίλ Φερέλ και Μαρκ Γουόλμπεργκ έχουν να αντιμετωπίσουν τα… παππούδια τους, που ενσαρκώνουν οι Τζον Λίθγκοου και Μελ Γκίμπσον, ενώ ο Τζ. Κ. Σίμονς πρωταγωνιστεί στο τρυφερό, αν και κλισαρισμένο δράμα «Ολα από την αρχή». Στο «Thank you for your service» με τον Μάιλς Τέλερ και την Εϊμι Σούμερ η Αμερική κλαίει για τα παιδιά της που χάθηκαν στον πόλεμο του Ιράκ, ενώ στο «Uzak», του Κυριάκου Κατζουράκη, έχουμε να κάνουμε με μια καταγγελία τραβηγμένη από τα μαλλιά (μέλη του ΔΝΤ που πηγαινοέρχονται σε ελληνικά καταγώγια και καγχάζουν χαιρέκακα για τα καλά του καπιταλισμού) που, στο τέλος, ακυρώνει κάθε προσπάθεια άρθρωσης πολιτικού λόγου Βαθµοί: 2.