Είναι μόνο ότι ποτέ ένας πρωθυπουργός δεν είχε πει ποτέ τόσα πολλά ψέματα για τόσους πολλούς σε τόσο μικρό διάστημα; Οχι, είναι και ότι ποτέ τόσοι πολλοί δεν είχαν διαψεύσει έναν πρωθυπουργό σε επίσης τόσο λίγο χρόνο. Ποτέ μια πρωθυπουργική ομιλία στη Βουλή δεν είχε υποδειχθεί ως μείγμα ψευδών πληροφοριών για γεγονότα και δυσφημιστικών υπονοούμενων για πρόσωπα. Κι ο λόγος είναι απλός: ποτέ ένας πρωθυπουργός δεν είχε εκφυλίσει τον ρόλο του σε αυτόν του νομικού παραστάτη υπεράσπισης.
Αν το πρώτο μισό της ομιλίας Τσίπρα στη Βουλή ήταν μια σχεδόν πιστή αντιγραφή των όσων είχε πει σε προηγούμενες συζητήσεις, ένα déjà vu που χάνει πλέον το ενδιαφέρον του, το δεύτερο ήταν ακριβώς αυτό: μια δικολαβίστικη παράσταση που φώναζε ότι ήθελε να μπερδέψει το ακροατήριο. Ηταν ένας υπερασπιστικός λόγος όχι γενικών αρχών ή πολιτικών αποφάσεων, αλλά ποινικής φύσης. Φυσιολογικά λοιπόν αναζήτησε το νομικό του κύρος σε στοχεία. Σε στοιχεία που, αλίμονο για τον Τσίπρα, βγήκαν από την καλύτερη παράδοση των άσχετων και ελεγχόμενων για την αξιοπιστία τους καταγγελιών του πελάτη του, Πάνου Καμμένου.
Αν οι διαψεύσεις έπεσαν την επομένη σαν το χαλάζι είναι επειδή η πηγή των στοιχείων ήταν ο ίδιος ο πελάτης. Η ομιλία Τσίπρα δεν μπορούσε επομένως παρά να έχει τη δική του δομή, τις ίδιες διανοητικές ακροβασίες που μπορούν να συνδέσουν χωρίς καμία λογική συνάφεια δυο εντελώς άσχετα πρόσωπα μεταξύ τους. Σε αυτά τα πρόσωπα, τα πρόσωπα που διέψευσαν τον Πρωθυπουργό, δεν πρέπει να σταθεί κανείς στην οργισμένη αντίδραση του ενός αλλά στην ειλικρινή απορία του άλλου για την επιστράτευση ενός τόσο χοντρού ψέματος. Ακούς αυτά που ακούς. Και δεν πιστεύεις πια στα αφτιά σου.