Οταν έπεφτε η νύχτα, όσοι κοιμούνταν κοντά στην πλατεία άκουγαν το τραμ να περνά από τη Βασιλίσσης Σοφίας. Ηταν ήσυχη γειτονιά το Κολωνάκι. Οι μονοκατοικίες του είχαν κήπους με λουλούδια και πιπεριές. Η οδός Σκουφά λεμονιές. Οταν πια έγινε προνόμιο να ζει κάποιος σε πολυκατοικία, στα διαμερίσματά του έμειναν ο Κουν, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Μινωτής, η Παξινού, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Γεωργούλη.
Οι πραματευτάδες έφερναν με τα γαϊδουράκια τους ψάρια, φρούτα και λαχανικά, οι νερουλάδες ξεκινούσαν από τα βόρεια για να φτάσουν στο κέντρο, ομάδες κοριτσιών στους δρόμους έκαναν έρανο για την προίκα της Σοφίας. Η Πλουτάρχου, η Πατριάρχου Ιωακείμ, η Αναγνωστοπούλου, χωματόδρομοι που σήκωναν σκόνη απ’ τα παιδιά που έπαιζαν «κλέφτες κι αστυνόμους».
Το ζαχαροπλαστείο του Μπόκολα με τους θρυλικούς λουκουμάδεςεπί της οδού Κανάρη, τα στέκια του Σεφέρη, του Γκάτσου, του Ελύτη, του Χατζιδάκι, η Δεξαμενή του Βάρναλη. Ο γερμανικός φούρνος στην πλατεία που έβγαλε το γερμανικός κι έμεινε σκέτο φούρνος μετά την Κατοχή. Το ιστορικό καφέ Βυζάντιο. Το Πειραματικό Σχολείο και το ιδιωτικό του Μακρή, από όπου πέρασαν ως δάσκαλοι ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος κι ο Ρένος Αποστολίδης. Εκεί όπου έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα ο Αξελός, ο Βίκτωρ Μελάς, ο Αδωνις Κύρου, που θα γίνονταν αργότερα μερικοί από τους πρώτους επονίτες του Κολωνακίου.
Το Κολωνάκι μιας άλλης εποχής, η γειτονιά που ξεκίνησε ως βοσκοτόπι, που στα Δεκεμβριανά θα γινόταν η «Σκομπία», που θα συνδύαζε για χρόνια τις αστικές κατοικίες με τις προσφυγικές παράγκες, χρώματα, αρώματα και ήχοι από το παρελθόν ζωντάνεψαν πριν από λίγες ημέρες σε μια μοναδική συνάντηση κατοίκων της περιοχής που διοργάνωσε η εταιρεία Monumenta για να συλλέξει προφορικές μαρτυρίες σε σχέση με τα κτίρια που χάθηκαν από τη γειτονιά. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος «Καταγραφή και ανάδειξη κτηρίων του 19ου και 20ού αιώνα στην Αθήνα» και «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν μερικές από τις εικόνες του Κολωνακίου των δεκαετιών του ’40, του ’50 και του ’60 που βγήκαν από το σεντούκι των αναμνήσεων.
Ιωάννα Μαγγανάρα
Οι πολυκατοικίες είχαν καταφύγια που έγιναν αποθήκες «Ολες οι πολυκατοικίες στο Κολωνάκι είχαν καταφύγια. Αυτά έγιναν με τα χρόνια αποθήκες. Οι μονοκατοικίες είχαν κήπους με δέντρα και λαχανικά. Είχαν και πέργκολες με σταφύλια. Η Σκουφά είχε πολλές λεμονιές. Το Κολωνάκι είχε επίσης πηγάδια. Βέβαια, όλη η ζωή του Κολωνακίου βρισκόταν στην πλατεία του». Οι αναμνήσεις της κυρίας Ιωάννας Μαγγανάρα, κατοίκου της οδού Σκουφά από τη δεκαετία του ’50 και προέδρου του Κίνησης Πολιτών Κολωνακίου, είναι ανεξάντλητες. «Αρχικά η οικογένειά μου έμενε στην οδό Πατησίων 89, σε μία από τις πρώτες πολυκατοικίες της Αθήνας. Εκεί ζούσαν πολλοί δικηγόροι, γιατροί, διπλωμάτες, ο δημοσιογράφος Πετιμεζάς κ.ά. Στο Κολωνάκι ήρθαμε μετά την Κατοχή με ανταλλαγή με τον νοικάρη που έμενε ώς τότε σε αυτό το σπίτι. Βέβαια, οι γονείς μου μού είχαν περιγράψει το πώς έζησαν την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά στην Πατησίων. Επειδή η κρεβατοκάμαρα ήταν μπροστά στον δρόμο, κοιμούνταν κάτω από το κρεβάτι για να μην τους βρουν οι σφαίρες ενώ κάποιες φορές η πόρτα της πολυκατοικίας δεν άνοιγε γιατί φράκαρε από τα πτώματα. Η οικογένειά μου είχε ρίζες από τη Σπάρτη και την Κεφαλονιά. Πέρασε πολλά χρόνια στη Ρουμανία και επειδή ο παππούς μου είχε κάνει περιουσία, επένδυσε σε κτήματα στην Καρδίτσα. Επί Βενιζέλου αυτό δεν τους συνέφερε, έδιναν το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους στο κράτος. Ετσι ήρθαν στην Αθήνα», εξηγεί. «Τα χρόνια πέρασαν, υπήρχαν δυσκολίες κι όμως, παρά τα προβλήματα, η ζωή τα παλιά χρόνια περνούσε με πάρτι».
Γιάννης Φραγκιάδης
Θυμάμαι τον παγοπώλη και τους τσαγκάρηδες Μεγαλωμένος σε ένα αρχοντόσπιτo της οδού Νεοφύτου Βάμβα, που έχτισε ο παππούς του το μακρινό 1900, ο κ. Γιάννης Φραγκιάδης, 86 ετών σήμερα, περιγράφει το Κολωνάκι των παιδικών του χρόνων.
«Το Κραχ του ’28 έφερε αλλαγές στη ζωή της οικογενείας μας, η οποία συγκεντρώθηκε όλη μαζί σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι στην οδό Νεοφύτου Βάμβα 4. Εκεί μεγάλωσα. Το σπίτι αυτό είχε χτιστεί σε σχέδια ενός γερμανού αρχιτέκτονα, είχε ημιυπόγειο και τρεις ορόφους, με ζωγραφισμένα ταβάνια και αυτοματισμούς απίστευτους για την εποχή. Είχε καλοριφέρ και αιρκοντίσιον, ένα σύστημα που διοχέτευε ζεστό αέρα σε όλα τα δωμάτια. Κατεδαφίστηκε το 1949. Ηταν από τα πρώτα σπίτια του Κολωνακίου που δόθηκαν για αντιπαροχή», διηγείται. Είναι η εποχή που στην περιοχή ξεκινά το πρώτο μεγάλο κύμα κατεδαφίσεων. Θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια και θα κορυφωθεί την περίοδο της χούντας, όταν σπάνια αρχιτεκτονικά στολίδια γκρεμίζονται κατά εκατοντάδες στην Αθήνα και χιλιάδες οικοδομικές άδειες εκδίδονται καθημερινά. «Εχω αμυδρή την εικόνα του γαλατά που περνούσε πριν τον πόλεμο από τη γειτονιά, θυμάμαι όμως τον παγοπώλη, τους τσαγκάρηδες, τις μικρές βιοτεχνίες, το φαρμακείο του Μαλλούτα στην Πατριάρχου Ιωακείμ…», λέει.
Μαθητής του Πειραματικού επί της οδού Σκουφά ο κ. Φραγκιάδης θα ζήσει τις περιπέτειες της γειτονιάς στους δρόμους του Κολωνακίου. «Το 1940, με την έναρξη του πολέμου, ο δάσκαλός μας σκοτώθηκε στην Αλβανία. Το σχολείο μετατράπηκε σε καταφύγιο και στη συνέχεια επιτάχθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα. Κάναμε πλέον μάθημα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και σε ένα κτίσμα που μας παραχώρησε η οικογένεια Αραβαντινού στην οδό Τσακάλωφ. Θυμάμαι τον Διαμαντόπουλο, έναν θαυμάσιο δάσκαλο που μια μέρα μπήκε στην τάξη κι ενώ κάναμε φασαρία μάς είπε: «Σας παρακαλώ, κάνετε ησυχία γιατί δεν έχω φάει τίποτε, είμαι νηστικός». Πώς να το ξεχάσω αυτό; Στα Δεκεμβριανά η γειτονιά είχε κεντρικό ρόλο. Επειδή ήταν μεγάλο το σπίτι μας, επιτάχθηκε από τους Αγγλους. Αδειάσαμε τον τελευταίο όροφο από τις λινοθήκες, το σιδερωτήριο και τα δωμάτια του προσωπικού και έμεινε εκεί ένα σμήνος αεροπόρων», λέει ο κ. Φραγκιάδης. «Ηταν μια διαφορετική ζωή. Ενα άλλο Κολωνάκι. Για εμάς τα παιδιά δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Πηγαίναμε με τα πόδια στο σχολείο, θυμάμαι τις πλάκες που κάναμε ως μαθητές».
Θυμάμαι την κ. Εριφύλη, την επιστάτισσα. Το καφενείο της Λυκόβρυσης υπήρχε από την δεκαετία του ‘60 στην πλατεία. Για γλυκό πηγαίναμε στο Παραδοσιακό. Ψωνίζαμε από το μπακάλικο του Λάμπρου. Στο Λυκαβηττό έμεναν διάφοροι επαγγελματίες που εξυπηρετούσαν το Κολωνάκι, μανάβηδες και άλλοι». Ο κ. Φραγκιάδης παρά τα χρόνια που πέρασαν, θυμάται μία μία τις οικογένειες που ζούσαν τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 στη Νεοφύτου Βάμβα και στους γύρω δρόμους.
«Την εποχή εκείνη άλλαζαν όλα. Το Κολωνάκι είχε γίνει ένα μεγάλο εργοτάξιο. Θυμάμαι επίσης τις βόλτες μας. Για κινηματογράφο πηγαίναμε στο σινέ Κολωνάκι στην Καρνεάδου και Ηροδότου που το λέγαμε Σινέ Κολό για να γελάμε. Θέατρο δεν υπήρχε. Λίγο παραπέρα, κοντά στον Περιφερειακό του Λυκαβηττού, ήταν «τα προσφυγικά του Κολωνακίου», μέρος απαγορευμένο για τα παιδιά. Εκτός του ότι δεν είχε ακόμη σκεπαστεί η κοίτη του Ιλισσού και όταν έβρεχε, γινόταν μεγάλη καταστροφή, θεωρείτο υποβαθμισμένη γειτονιά και δεν μας άφηναν να πάμε…».
«Ο Κουν έκανε μαθήματα αγγλικών στη μητέρα μου»
Μια εικόνα της γειτονιάς τελείως διαφορετική από τη σημερινή φέρνει στον νου της και η κυρία Αννίτα Μακρή – Δεμίρη, το πατρικό της οποίας βρισκόταν στην οδό Κανάρη 5. «Θυμάμαι το βενζινάδικο του Κορακιανίτη στην οδό Σκουφά, ήταν η μοναδική βενζίνα του Κολωνακίου. Επίσης, την ταβέρνα που βρισκόταν στην αρχή του δρόμου, εκεί έτρωγαν οι αρχιτέκτονες που έφτιαχναν τις πολυκατοικίες της περιοχής. Εκεί όπου είναι ο Αεράκης βρισκόταν τότε το ψιλικατζίδικο του Δελέζιου… Εχω πολλές αναμνήσεις αλλά και ακούσματα από την παλιά εποχή. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου διηγείται το εξής: Ο παππούς μου αγαπούσε τον Κουν και τον ενίσχυε οικονομικά όσο εργαζόταν ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολλέγιο. Κι εκείνος σε αντάλλαγμα έκανε λίγα μαθήματα στη μητέρα μου. Μου έλεγε, λοιπόν, εκείνη πως καταλάβαινε τι παρέα είχε το προηγούμενο βράδυ απ’ τα ποτήρια και τα τασάκια που έβλεπε
στο σπίτι του».