Αυτονόητο είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την Τουρκία, ως την όμορη χώρα με την οποία η γεωγραφία, Ιστορία, κουλτούρα, πολιτική αποκλείει οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική προσέγγιση πέρα από τη συνεργατική. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι εκείνο της πρόσκλησης, σήμερα, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν στη γειτονική χώρα, για επίσημη επίσκεψη του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα –ως πρώτη προεδρική επίσκεψη από τη δεκαετία του 1950 –η απόσταση είναι μεγάλη, τεράστια. Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει αναδειχθεί στον πλέον αυταρχικό ηγέτη χώρας – μέλους του ΝΑΤΟ. Παραβιάζει βάναυσα ανθρώπινα, θεμελιώδη δικαιώματα, καταπατά τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, πολυφωνίας, ελευθερίας έκφρασης και Τύπου. Φυλακίζει οποιονδήποτε έχει διαφορετική άποψη από την επίσημη γραμμή για την ταυτότητα της Τουρκίας. Οικοδομεί με λίγα λόγια ένα αυταρχικό, ανελεύθερο καθεστώς που ελάχιστη σχέση έχει με το δυτικό δημοκρατικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών εκδηλώνουν ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα την απέχθειά τους προς τον τούρκο πρόεδρο, πολύ περισσότερο που ο τελευταίος στρέφεται ευθέως ενάντια στις ευρωπαϊκές χώρες για την κριτική που ασκούν στα πεπραγμένα του, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Και βεβαίως καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει προσκαλέσει τον Ερντογάν σε επίσημη επίσκεψη, αν και ορθώς νομίζω αποφάσισαν να μη διακόψουν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (όπως είχαν επιδιώξει ορισμένοι) καθώς στην περίπτωση αυτή θα έχαναν έναν ισχυρό μοχλό πίεσης προς την Τουρκία.
Η Ελλάδα ορθώς επίσης αντιτάχθηκε στις προσπάθειες διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και Τουρκίας και η προοπτική ένταξης θα πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές (και) ως μέσο πίεσης για την επιστροφή της Τουρκίας στη δημοκρατική κανονικότητα. Το επισήμανε πρόσφατα και ο γερμανός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μίχαελ Ροτ (SPD). Η διακοπή των σχέσεων δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν χρήσιμο στόχο. Το αντίθετο, θα έσπρωχνε πιθανότατα την Τουρκία σε ακόμη αυταρχικότερες πρακτικές και σπασμωδικές ενέργειες στην εξωτερική της πολιτική. Η πρόσκληση όμως για επίσκεψη του Ερντογάν, ως εάν να μη συμβαίνει τίποτα, ξεπερνά κάθε θεμιτό όριο. Δείχνει ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης στερείται από οποιοδήποτε ηθικό περιεχόμενο. Είναι τυφλή πολιτική ρεαλισμού, εξυπηρέτησης (ή δήθεν εξυπηρέτησης) συμφερόντων παρά πολιτική αξιών, όπως θα πρέπει να (επιδιώκει να) είναι η πολιτική μιας (υποτίθεται) αριστερής κυβέρνησης που δεν χάνεται σε στεγνό ρεαλισμό. Αλλά δεν είναι το μόνο ενοχλητικό σύμπτωμα πολιτικής άνευ αξιών. Οι γλοιώδεις έπαινοι του έλληνα πρωθυπουργού στον Ντόναλντ Τραμπ –έπαινοι που απολύτως κανένας άλλος ευρωπαίος ηγέτης δεν έχει απευθύνει –αποτελούν ένα επιπλέον σύμπτωμα ηθικά ανερμάτιστης συμπεριφοράς έξω από αξίες και όρια. Οπως άλλωστε και η κυβερνητική επιλογή να μπλοκάρει τη Δήλωση της ΕΕ για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία.
Μια επίσκεψη εργασίας στο πλαίσιο μιας ήδη προδιαγεγραμμένης διαδικασίας θα μπορούσε να γίνει ανεκτή ως αναγκαίο κακό. Η συγκεκριμένη όμως επίσκεψη ξεφεύγει από τη λογική αυτή. Είναι –επιεικώς –πέρα για πέρα άκαιρη. Εκτός ίσως εάν κάποιοι βλέπουν στο πρόσωπο του Ερντογάν πολιτικά πρότυπα συμπεριφοράς άξια για μίμηση;