Η λέξη αναδύθηκε από την επικαιρότητα των ημερών με αφορμή την ονομασία Κίνημα Αλλαγής για τον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς. Αλλά με αυτόν τον προβοκατόρικο τρόπο που οι λέξεις αυτονομούνται, υπερβαίνουν τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και μένουν μετέωρες να ανεμίζουν σαν σημαιούλες προς την κατεύθυνση που σε πάνε οι συνειρμοί, το «αλλαγή» με οδήγησε ντουγρού στο «Αλλαγή κι απάνω τούρλα». Θέατρο Βέμπο,1982. Στην πλατεία δεν έπεφτε καρφίτσα, οι διάδρομοι τίγκα από τις έξτρα καρέκλες και στο βάθος όρθιοι. Στη σκηνή τα «παιδιά» της Ελεύθερης Σκηνής (πρώην Ελεύθερο Θέατρο). Σταμάτης Φασουλής, Αννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Μίνα Αδαμάκη, Μίμης Χρυσομάλλης, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Δημήτρης Πιατάς, Αριέτα Μουτούση, Λόισκα Αβαγιανού και ο Λάκης Λαζόπουλος (στην πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα) τραγουδούν στην έναρξη της επιθεώρησης: «Αλλαγή κι απάνω τούρλα / με ένα στόμα μια φωνή / και φωνάζαμε τα βούρλα / πάνω τούρλα κι αλλαγή». Μαζί με τους ηθοποιούς τραγουδούσαμε οι θεατές. Γιατί σε αυτές τις παραστάσεις δεν πηγαίναμε μία φορά. Και έτσι, ξέραμε τους στίχους απέξω.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που ακολούθησα τους μεγαλύτερους της παρέας στο Αλσος Παγκρατίου για να δούμε κάποια επιθεώρηση κάποιου Ελεύθερου Θεάτρου στην οποία δεν έπαιζε κανένας «γνωστός» ηθοποιός. Μπήκα σε μία παράσταση και βγήκα από μία «συνωμοσία του καινούργιου». Δεν ήταν μόνος ο καινούργιος θεατρικός λόγος, η καινούργια πρόταση για την επιθεώρηση, οι ηθοποιοί που μιλούσαν και έπαιζαν διαφορετικά, η «επισημοποίηση» επί σκηνής ανεπίσημων λέξεων. Ηταν, στην πραγματικότητα, ένας καινούργιος τρόπος για να δούμε τους εαυτούς μας, για να σκύψουμε πάνω από τις παθογένειές μας, να τις σαρκάσουμε, αφού μόνο έτσι θα μπορούσαμε να τις ξορκίσουμε. Το Ελεύθερο Θέατρο δεν εισήγαγε απλώς μια νέα γλώσσα και ένα νέο ύφος που έγινε χρόνια αργότερα το εφαλτήριο για την ψυχαγωγική ιδιωτική τηλεόραση, για ένα είδος δημοσιογραφικής γραφής πάνω στην οποία εξελίχθηκαν καριέρες, στήθηκαν εκδοτικές αυτοκρατορίες και που, έστω και παραποιημένη ή κακοποιημένη από τον ζήλο των επιγόνων, συντηρεί κόνσεπτ μέχρι σήμερα. Ούτε ήταν μόνο το θεατρικό φυτώριο από το οποίο πέρασαν ηθοποιοί και σκηνοθέτες όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Μηνάς Χατζησάββας, ο Γιώργος Κιμούλης. Ηταν σαν ένα είδος πολιτικής και πολιτιστικής νεολαίας στην οποία «ενταχθήκαμε» αυθόρμητα όσοι από εμάς δεν άντεχαν τις κομματικές στρουκτούρες και σταχανοβισμούς. Μακροπρόθεσμα, σε καλό μας βγήκε.
Προσωπικά, αισθάνομαι τυχερή που συντονίστηκα με αυτό το κύμα καλλιεργώντας το χιούμορ και έναν λοξό τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Που μπήκα και ξαναμπήκα μέχρι που έμαθα απ’ έξω τα λόγια –και τα φώναζα σαν βλαμμένο από την πλατεία –σε παραστάσεις όπως το «Το τραμ το τελευταίο», «Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», «Συνέβη στην Κατίνα», «Σιγά τον πολυέλαιο», «Αναντάμ, παπαντάμ», «Της Ελλάδας το κάγκελο», «Γιατί χαίρεται ο κόσμος», «Αλλαγή κι απάνω τούρλα», «Ραντεβού με την υστερία». Κι έτσι σήμερα, όπως πάντα στα δύσκολα επιστρατεύουμε τις εφεδρείες μας, αισθάνομαι ότι χρωστάω ένα ευχαριστώ στα «παιδιά» του Ελεύθερου Θεάτρου. Οχι για τη δική μου νιότη, αλλά για τη νιότη της χώρας που γέρασε γρήγορα κι άσχημα.