Μου αρέσει το Τέξας, η Λουιζιάνα, το Νέο Μεξικό, ο αμερικάνικος Νότος. Εχει ένα γυμνό, ωχρό τοπίο με κάκτους, βράχους και δυνατό μπλε ουρανό. Πιθανόν να ανακαλώ τα πολλά γουέστερν των παιδικών μου χρόνων, όχι τόσο τον Μίτσαμ ή τον χοντροκομμένο Γουέιν, ούτε καν τον Φορντ, όσο τον Σαμ Πέκινπα, τον Τζέιμς Κόμπερν, τον Κλιντ Ιστγουντ, τον Λεόνε, αυτό το μείγμα σκονισμένων ηρώων μιας εξαίσιας αναπαραστατικής κουλτούρας. Με συγκινεί το τέλος μιας πόλης, το τέλος μιας εποχής, το τέλος ενός «φτωχού και μόνου καουμπόι», ενός ήρωα που καταπίπτει. Με συγκινεί ιδιοτελώς. Με τη συγκίνηση γλιτώνεις την αγωνία για το αύριο.
Τον Ντιν Στάντον τον ανέσυρε και επαναθεμελίωσε ο Βιμ Βέντερς, στο «Παρίσι – Τέξας». Ο Στάντον είναι ηθοποιός με υψηλή υποκριτική ποιότητα. Η λέξη του, συμβαίνει πριν εκφωνηθεί, είναι έτοιμη, δουλεμένη εντός του. Το ίδιο και η φιγούρα του, εύθραυστη αλλά σταθερή. Για αυτό ακριβώς και το πολύ καλό κείμενο στην ταινία «Lucky», οι χτισμένοι διάλογοι, οι λεπτοδουλεμένοι χαρακτήρες, επεκτείνονται δραματικά, ασκούν επιρροή, εμπλουτίζονται, δεσμεύουν. «Αλλο είναι το να είμαι μόνος, άλλο το να νιώθω μοναξιά». Περίπου.
Δεν είμαι σίγουρος για ποιον λόγο με συνεπήρε τόσο πολύ το «Lucky». Ισως γιατί προβάλλω εμένα πάνω στον ήρωα ή μήπως πάνω στο φυσικό πρόσωπο; Σημειώνω ότι ο ηθοποιός πέθανε χωρίς να προλάβει να δει μονταρισμένη την ταινία. Στο «Lucky» παίζεται κάτι επιρρεπές και κυκλικό. Συναναπτύσσονται πολύ δυναμικά ο φιλμικός και ο υπαρκτικός χρόνος του Στάντον. Η υποκριτική βρίσκει και αγκιστρώνει τη ζωή –έστω στην προθανάτιο πύκνωσή της (κάτι ανάλογο είχε συμβεί στο «Il Postino» του Μάικλ Ράντφορντ με τον Μάσιμο Τροΐζι, που επίσης έπαιζε σαν να ήξερε ότι πέθαινε).
Αν έψαχνε να βρει κανείς την πολιτική ισοδυναμία της ταινίας «Lucky», αν προσπαθούσε να βρει αφηγηματικές, κανονιστικές, ιστορικές αναλογίες, δεν θα έβρισκε σχήμα, κόμμα, θέση, αλήθεια. Γιατί όλες οι πολιτικές είναι κοινότοπες, προβλέψιμες, μικρής γκάμας, χαμηλής επινοητικότητας.
Αλλά αυτό το τέλος που περιέγραφα νωρίτερα, αυτό το σκληρό κλείσιμο του κύκλου, έχει ήδη συμβεί στο πολιτικό πεδίο. Η σκληρή μετακίνηση σε ένα είδος ανορθόδοξου πολέμου, με μόνο στόχο τη βλάβη, όχι τη διεκδίκηση, ορίζει και το τέλος, το πεπερασμένο των εργαλείων. Δεν πρόκειται για παρέκβαση στις συμπεριφορές, όσο για το τέλος μιας θεμελιώδους πολιτικής αντοχής. Και το αντιπολιτευτικό σύστημα δείχνει ότι το μόνο ενδιαφέρον του είναι η ανακατάληψη της εξουσίας, χωρίς καμία φειδώ στα μέσα. Αλλά συχνά η συμπολίτευση τσιμπάει, προσαρμόζεται σε ένα πεδίο που δεν αποτελεί το προνομιακό της έδαφος. Ο Λόγος είναι το εύφορο έδαφος, όχι η προσχώρηση σε μια κουλτούρα αντι-πιστολά.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων