Τέλειωσε αργά η παράσταση, βγήκα Πανεπιστημίου, η φίλη μου δείχνει με το βλέμμα έναν άνδρα καθισμένο στο σκαλί μιας φωτισμένης βιτρίνας του Αττικα. Εχει σκύψει το κεφάλι, τραντάζονται οι ώμοι. Μια κυρία τον προσπερνάει, έρχεται κατ’ απάνω μας, ψιθυρίζει. «Αυτός ο άνθρωπος κλαίει».

Εκείνος σαν να άκουσε, σηκώθηκε αργά και πήρε τον δρόμο για το Σύνταγμα, συνεχίζοντας να κλαίει.

Η φίλη. «Ακουσες μας μίλησε Σεφέρη. Είναι ένας στίχος χρόνια έχω να τον… Λέει ακριβώς:

“Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας / Κανείς δεν ξέρει να πει γιατί”».

Υστερα βρήκα ταξί, τη χαιρέτησα, μπήκε, εγώ πήρα το επόμενο.

Στη στροφή Ακαδημίας τον είδα πάλι, τα χέρια στις τσέπες, τα μάτια στο κενό να τρέχουνε βρύσες τα δάκρυα. Στο ραδιόφωνο το τραγούδι της Λίνας με τη φωνή της Δήμητρας.

«Εμένα με συμφέρει να παίρνει / η φύση εκδίκηση / για της ζωής τη μαύρη / την άσκοπη διοίκηση / να ζούμε για να ζούμε / δεν βλέπω την ουσία / γιατί δεν είναι ευ ζην αυτό / αυτό είν’ ευθανασία».

Για μια στιγμή λέω να κατέβω, να του μιλήσω. Τι να του πω; Πώς να τον βοηθήσω. Ασε που φοβάμαι δεν θα μ’ ακούσει. Δεν θα με δει καν. Τα μάτια του κοιτάνε προς το μέσα μέρος, το σκοτεινό. Συνεχίζω προς το σπίτι.

–Σας γνώρισα, μου λέει ο οδηγός. Ηθοποιός δεν είστε; Μου θυμίζετε το όνομά σας; Αυτήν τη στιγμή μου διαφεύγει.

Κλέβει να μου ρίξει μια ματιά. Δεν έχω παραισθήσεις, είμαι σίγουρος. Είναι ο ίδιος. Εχει το ίδιο πρόσωπο με τον άνθρωπο που έκλαιγε στο δρόμο. Δεν δείχνω την ταραχή μου. Κάνω τον «εγώ δεν είδα τίποτα».

–Θυμίστε μου;

–Τι να θυμηθώ;

–Το όνομά σας δεν μου είπατε.

Δεν ξέρω τι να του πω. Σαν να μην ξέρω το όνομά μου. Οχι ότι το ξέχασα, αλλά σαν, αν του πω Σταμάτης Φασουλής θα ‘ναι σαν να μην είμαι εγώ. Εκείνη τη στιγμή δεν ήμουνα με τίποτα «Σταμάτης». Καλά το «Φασουλής» δεν το συζητάω. Μίλια μακριά από μένα. Καμία σχέση.

«Καλά δεν πειράζει. Θα πάρω τη γυναίκα μου να μου πει. Σας θαυμάζει. Πολύ θαυμάστριά σας. Ελα Δανάη, πώς τον λένε αυτόν τον ηθοποιό που σ’ αρέσει, αυτόν στην τηλεόραση εκεί που κάνουνε τις μιμήσεις. Οχι αυτόν. Τον άλλον με τα φουλάρια. Α γεια σου. Φασουλής. Ναι ναι. Σωτήρης Φασουλής. Σταμάτης; Α ναι. Σταμάτης Φασουλής. Ναι. Τον έχω κούρσα. Ε τώρα γιατί κλαίς; Κλαίει. Οχι μάτια μου. Οχι κορίτσι μου. Καλά εντάξει. Ερχομαι. Φιλάκια… Κλαίει…».

Τον κοιτάω απ’ το καθρεφτάκι. Είμαι σίγουρος πια. Εχει το ίδιο πρόσωπο και κλαίει τώρα κι αυτός. Οχι γοερά, όπως ο άνθρωπος στη φωτισμένη βιτρίνα του Αττικα. Τη στολισμένη τη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα του Αττικα, αλλά μ’ ένα κλάμα βουβό κι αθόρυβο.

Στα φανάρια που σταματάμε δεν τολμάω να κοιτάξω τους περαστικούς. Φοβάμαι, τρέμω πως θα έχουν όλοι το ίδιο πρόσωπο και θα φοράν τα ίδια δάκρυα. Πώς το λέει ο Μίνως στη Μήδεια:

«Φόρα τα δάκρυά σου και προχώρα. Φόρα τα δάκρυά σου και προχώρα».

Φτάνω σπίτι, τρέχω, ανοίγω τον Σεφέρη. Βρίσκω όλο το ποίημα. Αντιγράφω:

«Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας κανείς δεν ξέρει να πει γιατί. Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν γυναίκες που γερνούνε δύσκολα αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών. Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσατε προσκυνώ».