Ο,τι συμβαίνει στο μετρό της Αθήνας πάρτε το ως μοντέλο διακυβέρνησης για να καταλάβετε γιατί η χώρα σέρνεται, και αν συνεχίσει έτσι θα συνεχίσει να σέρνεται.
Με μεγάλη καθυστέρηση, στις αρχές του προηγούμενου μήνα επρόκειτο να ισχύσει το νέο εισιτήριο. Ταλαιπωρήθηκε κόσμος και κοσμάκης σε ουρές σοβιετικού τύπου για να αποκτήσει κάρτα απεριορίστων διαδρομών, ταλαιπωρούνται καθημερινά οι συνεπείς στα δύσχρηστα μηχανάκια έκδοσης εισιτηρίων. Εναν μήνα μετά, σε μετρό, τρόλεϊ και λεωφορεία όποιος θέλει πάει όπως θέλει. Τα κορόιδα που έχουν κάρτα και τα κορόιδα που επιμένουν σε πείσμα των αντιξοοτήτων να βγάζουν εισιτήριο (τα νέα μηχανήματα δεν «διαβάζουν» κάρτες, δεν δίνουν ρέστα ούτε από εικοσάρικο, χαλάνε εύκολα, καθυστερούν), επί της ουσίας πληρώνουν οικειοθελώς ένα μέρος του λειτουργικού κόστους των συνεχώς εξαθλιούμενων συγκοινωνιών –το υπόλοιπο της υποχρεωτικής χασούρας θα το πληρώσουμε, ως συνήθως, οι φορολογούμενοι. Οσοι πάνε τσάμπα είναι οι καλύτεροι: δεν υπάρχει περίπτωση να ελεγχθούν ή να πληρώσουν πρόστιμο. Σε αυτή την επιχείρηση, οι εργαζόμενοι απεργούν όταν επιλέξει το σωματείο τους, διεκδικώντας όχι εξορθολογισμό της αλλά καλύτερες συνθήκες για την πάρτη τους. Ο δε αρμόδιος υπουργός, Χρήστος Σπίρτζης, αντί να κοιτάξει πώς θα γίνει λειτουργικό το έργο που δεν μπορεί κάτι μήνες να φέρει εις πέρας, άρχισε τα κουβαρνταλίκια και σε άλλους τομείς των συγκοινωνιών –π.χ. στην Εγνατία.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες της Αθήνας δεν είναι απλώς το τεκμήριο της αποτυχίας ενός ανίκανου υπουργού. Είναι, δυστυχώς, το μοντέλο λειτουργίας του κράτους. Υπό την πολιτική ηγεσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τα χρήματα παράγονται από τους εξουθενωμένους συνεπείς πολίτες, εισπράττονται ως φόροι και εισφορές χωρίς ανταπόδοση κι απ’ ό,τι βγαίνει κρατιέται ένα μικρό απόθεμα για να δείξει ο Αλέξης Τσίπρας τον ελεήμονα χαρακτήρα του.
Μιλάμε, δηλαδή, για ένα μαγαζάκι, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει μια εξουσιαστική ομάδα η οποία απολαμβάνει την ηδονή της καρέκλας. Στις πλευρές της πυραμίδας, η ηγετική ομάδα περιστοιχίζεται από διαφόρους που συνιστούν τη νομενκλατούρα του κράτους (δεσπόζουσα θέση έχουν οι ενεργοί διανοούμενοι), τους «δικούς της». Ασφαλώς σε διάφορα επίπεδα της πυραμίδας υπάρχουν πλήθη που παρασιτούν, ενώ στο εποικοδόμημα που λέγανε οι μαρξιστές αγωνιούν τα κορόιδα που παράγουν και πληρώνουν, οι συνεπείς υπάλληλοι και ο ιδιωτικός τομέας –το υγιές κομμάτι που απέμεινε. Κάπου εκεί, στα υπόγεια ή γύρω, στην έρημο, σέρνονται όσοι δεν έχουν δυνατότητες και εξαρτώνται από την ελεημοσύνη των ηγεμόνων, οι οποίοι παριστάνουν ότι είναι όμοιοι με αυτούς.
Το μαγαζί, όπως είναι ευνόητο, συντηρείται από τους ελάχιστους που πληρώνουν. Τους τελευταίους που δρουν υπεύθυνα σε μια κοινωνία που έχει μάθει πως, ό,τι περισσεύει από τη διαχείριση της εξουσιαστικής πυραμίδας, πρέπει να το μοιράζεται. Τι μοιράζεται; Ψίχουλα –ένα επίδομα δήθεν δώρο ή κάτι ψιλά με λοταρία.
Ο επικεφαλής της πιο ανεύθυνης κυβέρνησης μοιράζει στο πόπολο το προϊόν του κόπου και της ανοχής των υπεύθυνων ανθρώπων που απέμειναν να εργάζονται για την κοινωνική συνοχή. Οσο αντέξουν κι αυτοί.