Στα παιδικά μου χρόνια, η Ερμού δεν ήταν δρόμος ήταν ιδέα. Από τη Φιλοθέη παίρναμε το λεωφορείο 24, κατεβαίναμε τέρμα Ακαδημίας κι από κει Σταδίου, Σύνταγμα, Ερμού.
Μια Ερμού, μα τι Ερμού, τι ομορφιά, τι φως, με τα «καλά καταστήματα» κι τα πιο «δεύτερα μαγαζιά». Κυρίες τούκου τούκου το τακουνάκι, ψώνια, δώρα, μπαλόνια και κουλούρια με τυράκι απ’ τους πλανόδιους. Στις βιτρίνες ζούσαν κούκλες υπέρκομψες στη Χώρα του Ασορτί. Μπεζ με μπεζ, καφέ με καφέ, μαύρο με μαύρο, πέρλες στο λαιμό, μαντό ραμμένο από λέξεις ξεχασμένες… Prince de Galles, pied de poule, pied de coq, petit carro. Και τα ταγέρ τα λέγαμε «tailleur», με το «eu» σφιχτό και στρογγυλό σαν αβγό ημέρας.
Ετσι τα λέγαμε. Τέτοιες ήμασταν. Και καλά κάναμε.
Η «καλή Ερμού» ξεκινούσε από τη Νίκης και τελείωνε Καπνικαρέα. Ο Παπαγιάννης με τους νεωτερισμούς, το χαρτοπωλείο Πάλλης, ο εμβληματικός Χυτήρογλου, λευκά είδη Πετρόπουλος, αν δεν απατώμαι, ο Ζούλοβιτς με ασημικά, ο Καλυβιώτης ο θεός μου με χτενάκια, κορδελάκια, κουμπάκια, ο Μέντης, είδη για κέντημα και πλέξιμο. Και γυναικεία ενδύματα δεν είμαι σίγουρη ή Στρογγυλός ή Στρατηγίου –όποια θυμάται ας με διορθώσει.
Ομως ο βασιλιάς της Ερμού ήταν ένας. Ενας κι αδιαμφισβήτητος. Στο νούμερο 27 δέσποζε το κατάστημα ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ του ευπατρίδη Ευτύχιου Αλεξανδράκη, που την Τρίτη, έφυγε από τη ζωή στα 98 του χρόνια. Οι παλιότεροι το γνωρίζουν ως ναό της μόδας, οι νεότεροι ως το «μαγαζί» (ιου!) που φωτογραφήθηκαν ο Μακρόν με την Μπριζίτ.
Ακόμα και τώρα μετά θάνατον είναι αδύνατον να πεις Αλεξανδράκης χωρίς το «κύριος» μπροστά. Κομψός κι απρόσιτος με καλοραμμένο κοστούμι κι ένα άψογα δεμένο noeud papillon στον λαιμό, επέβλεπε τα πάντα, ενώ οι κυρίες έλεγχαν με δέος τις τσουχτερές τιμές. Δεν θυμάμαι να αγοράσαμε ποτέ από εκεί, μόνο μια φορά ένα μαντίλι ολομέταξο που ακόμα το έχω.
Ομως τι χώρος. Τι κατάστημα, τι αρχοντιά. Μεγάλο, με περσικά χαλιά και βαριές κουρτίνες, δεξιά κι αριστερά κρεμάστρες με ρούχα κι ένας φαρδύς διάδρομος στο κέντρο. Το σαλόνι –όπου οι κυρίες πίνοντας τσάι «ρωτούσαν για την ποιότητα» –κοσμούσαν θαλασσογραφίες του διάσημου ζωγράφου Αλέξανδρου Αλεξανδράκη, αδελφού του ιδιοκτήτη. Και μια σιωπή. Σε αντίθεση με το χαρούμενο βουητό των άλλων καταστημάτων, ψίθυροι και γόβες πνιγμένες στα χαλιά.
Το χρώμα δεν ήταν ποτέ μια απλή υπόθεση εκεί μέσα. Το γκρι π.χ. δεν ήταν σκέτο γκρι, αλλά οι 50 αποχρώσεις του γκρι: γκρι γκραφίτ, γκρι νουάρ, γκρι ελεφάντ, γκρι σουρί, γκρι αρζάν, γκρι μπλε, γκρι σιέλ και φυσικά γκρεζ (γκρι με μπεζ). Κι εκείνα τα ρούχα τα πανάκριβα που αγγίζαμε δειλά γιατί οι τιμές «δεν ήταν για μας».
Σήμερα, σαν φθαρμένα βελούδα, με επισκέπτονται ξανά υφάσματα και χρώματα κι αποχρώσεις φευγαλέες, σαν μια ανάμνηση που οριακά πλέον αντέχει στο χρόνο. Μετάξια, οργάντζες, μπροκάρ, δαντέλες, ανκορά, μοχέρ και κασμίρια, ταφτάδες και σιφόν, ποπλίνες και πικέ.
Ολα αυτά τα μαγικά παίρνει μαζί του φεύγοντας ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης. Υστερα από αυτόν, η Ερμού 27 δεν θα είναι πια η ίδια. Η Ερμού γενικώς δεν θα είναι πια η ίδια. Γιατί ο βασιλιάς της πέθανε, και συγγνώμη κιόλας αλλά «ζήτω ο βασιλιάς» για τα Ζάρα δεν μου βγαίνει απ’ το στόμα.
Με το μεταξωτό μαντίλι που κάποτε αγόρασα από εκεί τον αποχαιρετώ με σεβασμό τον Ευτύχιο Αλεξανδράκη. Και μαζί με τις μνήμες μου, τον αφήνω εκεί. Στα χρόνια του ασορτί.