Η ταχεία επαναβιομηχάνιση της χώρας αποτελεί επιτακτική εθνική οικονομική προτεραιότητα, η υλοποίηση της οποίας απαιτεί ορθολογικές πολιτικές και συγκεκριμένα μέτρα, με σαφές αναπτυξιακό πρόσημο.
Η ανάληψη νέων, καινοτόμων και εξωστρεφών, ιδιωτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών για την οργάνωση ενός αποτελεσματικού παραγωγικού συστήματος προϋποθέτει τη διαμόρφωση του κατάλληλου –σαφούς και σταθερού –επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η απουσία του οποίου αποτελεί το βασικότερο εμπόδιο για τον μέσο – μακροπρόθεσμο, κατ’ ανάγκη, προγραμματισμό μιας βιώσιμης βιομηχανικής δραστηριότητας.
Πέραν, όμως, του γενικότερου, φιλικού προς την επιχειρηματικότητα, περιβάλλοντος, αναγκαίος είναι και ο σχεδιασμός μιας συνεκτικής εθνικής βιομηχανικής πολιτικής.
Ο παραγωγικός μας ιστός, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει πλήρως αποδιοργανωθεί και χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο όραμα βιομηχανικής ανάπτυξης, ανοικτό στις διεθνείς προκλήσεις, που θα αποτελέσει τον σταθερό και αξιόπιστο οδηγό κάθε επενδυτή.
Χωρίς την εθνική αυτή βιομηχανική πολιτική, η μετάβαση από τη φάση της παρατεταμένης επενδυτικής άπνοιας στη φάση της ανάκτησης από τη βιομηχανία του ρόλου του καταλύτη στην όλη αναπτυξιακή διαδικασία θα είναι αισθητά δυσκολότερη. Βασικά στοιχεία της εθνικής αυτής βιομηχανικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η έρευνα και η καινοτομία, για τη συνεχή αναβάθμιση του παραγωγικού μας δυναμικού, η ποιότητα και η εξωστρέφεια της παραγωγής του και η αισθητή βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Δύο σημεία θα πρέπει, εδώ, να υπογραμμισθούν ιδιαίτερα:
n Η μεταποίηση, με την ευρύτερη αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης (βιομηχανικά ρομπότ) και τη γενίκευση της αυτοματοποίησης στη λειτουργία των χώρων παραγωγής μέσω ολοκληρωμένων ηλεκτρονικών συστημάτων, μεταλλάσσεται ταχύτατα, γεγονός που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί.
n Ο ανθρώπινος παράγοντας, στη νέα αυτή φάση της βιομηχανικής εξέλιξης, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη των επιχειρηματικών στόχων, γεγονός που καθιστά την εμπειρία του προσωπικού βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της επιχείρησης.
Αναμφισβήτητα, σήμερα, κάθε υγιής επιχειρηματική πρωτοβουλία είναι ευπρόσδεκτη.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλες οι επενδύσεις έχουν την ίδια αναπτυξιακή βαρύτητα για μια οικονομία που οφείλει να αναδιατάξει έναν απαξιωμένο, στρεβλό και αποδιοργανωμένο παραγωγικό ιστό, ούτε τις ίδιες πολλαπλασιαστικές συνέπειες στην επέκταση και αναβάθμισή της.
Και η βιομηχανία αποτελεί τον πιο δυναμικό και σταθερό αναπτυξιακό μοχλό, καθώς εξαρτάται λιγότερο από όσο ο τουρισμός και η ναυτιλία από τις διεθνείς εξελίξεις, οι οποίες σήμερα παρουσιάζουν έντονες αβεβαιότητες, ενώ προσφέρει σημαντικότερα, από ό,τι οι άλλοι παραγωγικοί μας κλάδοι, πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά «ερεθίσματα» στη γενικότερη και πολυδιάστατη οικονομική πορεία του τόπου.
Είναι, για τον λόγο αυτόν, εξαιρετικά χρήσιμη η χάραξη ενός μεσομακροπρόθεσμου εθνικού προγράμματος βιομηχανικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο του οποίου θα προσδιορίζονται με σαφήνεια τα όρια ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, οι κλαδικές προτεραιότητες της χώρας, με βάση τα συγκριτικά –επιχειρηματικά και γεωστρατηγικά –πλεονεκτήματά της, τα προσφερόμενα επενδυτικά κίνητρα και το σύστημα φορολόγησης των κερδών, ώστε το αναπτυξιακό μας πλαίσιο να είναι γνωστό σε όλους.
Με τον τρόπο αυτόν, πέρα από το ένστικτο και τη διορατικότητα, οι εν δυνάμει επενδυτές θα έχουν στη διάθεσή τους έναν σταθερό οδηγό, μια πυξίδα, προκειμένου οι αναπτυξιακές τους πρωτοβουλίες να εντάσσονται, αρμονικά, σε ένα ολοκληρωμένο, σφαιρικό, σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Ολα αυτά, όμως, οδηγούν στην ανάγκη ίδρυσης ενός αυτόνομου υπουργείου Βιομηχανίας, προκειμένου ο όλος σχεδιασμός της επαναβιομηχάνισης της χώρας να γίνει κατά τρόπον ενιαίο, χωρίς τις καθυστερήσεις, τις ενδεχόμενες συγκρούσεις και τις αποσταθεροποιητικές τάσεις που δημιουργεί η υπαγωγή των πολιτικών ευθυνών για την ανάπτυξη του κύριου αναπτυξιακού μας πυλώνα σε έναν υπερσυγκεντρωτικό διοικητικό μηχανισμό, που συχνά υποκρύπτει, λόγω της δομής του, αμφισβητήσεις αλλά και επικαλύψεις αρμοδιοτήτων.