Τους βλέπεις πρωί – μεσημέρι – βράδυ γύρω σου. Τους αναγνωρίζεις από το μπαϊλντισμένο, από το απλανές σχεδόν, ύφος τους. Νέοι, μεσόκοποι και γηραιότεροι, όμορφοι κι άσχημοι, άντρες και γυναίκες.
Αλλοι αράζουν με τις ώρες σε καφετέριες, ανακατεύουν ράθυμα τον καφέ τους, ανταλλάσσουν τις ίδιες και τις ίδιες αμπελοφιλοσοφίες και κουτσομπολιά με τους φίλους τους, σκαλίζουν τη μύτη και το κινητό τους. Δηλώνουν θύματα της ανεργίας –«πού να βρεις, μέσα στην κρίση, θέση ανάλογη με τις σπουδές σου, δεν πήρα εγώ πτυχίο πανεπιστημίου και δίπλωμα αγγλικών για να καταντήσω βοηθός τού βοηθού για πεντακόσια ευρώ, εισπράττω ευτυχώς το νοίκι από ένα οικογενειακό διαμέρισμα, τσοντάρει εν ανάγκη στα έξοδά μου και η γιαγιά, τη βγάζω κουτσά στραβά και περιμένω να εμφανιστεί κάτι καλό…».
Αλλοι εργάζονται εντελώς άκεφα, διεκπεραιωτικά, σε υπηρεσίες και σε τράπεζες. Βάζουν σφραγίδες, σηκώνουν τηλέφωνα, συμπληρώνουν έγγραφα –δουλειά γραφείου -, κοιτάζουν εκατό φορές μέσα στο οκτάωρο το ρολόι τους, πατάνε like στο facebook. Από τη βιασύνη τους να σχολάσουν θα συμπέραινες ότι τους περιμένουν στον ελεύθερο χρόνο τους καταπληκτικές απολαύσεις. Ερωτες, γλέντια… Θα παραλάβουν, στην πραγματικότητα, τα παιδιά από το σχολείο, θα τα τρέχουν μέχρι να βραδιάσει σε μπαλέτα και σε φροντιστήρια, κατάκοποι θα μαζευτούν εν τέλει σπίτι, θα παραγγείλουν πίτσα ή σουβλάκια, θα βυθιστούν στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση, ώσπου να τους πάρει ο ύπνος.
Ηδη από τα πενήντα τους μετρούν τον χρόνο αντίστροφα για να βγουν στη σύνταξη. Το κάποτε παχυλότατο εφάπαξ έχει πλέον συρρικνωθεί, εκείνοι ωστόσο επιμένουν να το προσδοκούν σαν μάννα εξ ουρανού. Ο δρόμος προς τα γηρατειά δεν τους φαίνεται γολγοθάς, μα επιστροφή αντιθέτως σε ένα ασφαλές λιμάνι.
«Και τι θα κάνατε όταν αφυπηρετήσετε;». «Θα ασχοληθούμε πλέον με τους εαυτούς μας!». «Δηλαδή;». «Θα πηγαίνουμε εκδρομές, θα περνάμε χρόνο στο χωριό, μπορεί να χτίσουμε στο χωράφι του μπαμπά, μπροστά στη θάλασσα, δυο-τρία ενοικιαζόμενα δωμάτια για τους τουρίστες…». Αμφίβολο αν θα προφτάσουν, θα αρχίσουν εν τω μεταξύ τα προβλήματα υγείας, θα στήνονται στις ουρές των Ταμείων, θα παίρνουν παραπεμπτικά για αναλύσεις αίματος και ούρων, «σε τι οφείλεται ο επαναλαμβανόμενος σφάχτης στον γοφό;» θα ρωτούν με αγωνία τον γιατρό. Σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία θα αρρωστήσουν στο τέλος σοβαρά και θα πεθάνουν –οι άντρες θα πεθάνουν, οι γυναίκες θα περιφέρονται ώς τα ενενήντα σε εκκλησίες και σε κομμωτήρια, «έχω την Κυριακή το μνημόσυνο του Στάθη, πρέπει να φτιάξω τα μαλλιά μου!» θα λένε στην κομμώτρια, θα ξεφυλλίζουν κάτω από την κάσκα λαϊκά περιοδικά, θα σχολιάζουν τους γάμους των πλουσίων, τα σκάνδαλα των τηλεοπτικών διασημοτήτων…
Πολλοί άνθρωποι, πάρα πολλοί, αντιμετωπίζουν τη ζωή τους σαν προθάλαμο, σαν αίθουσα αναμονής όπου η πλήξη είναι δεδομένη –τι άλλο υπάρχει στη ζωή από το να τρως, να κοιμάσαι στον ώμο του πλαϊνού σου, να βλέπεις απολύτως ρεαλιστικά όνειρα και πότε πότε να ζευγαρώνεις, μάλλον άκεφα; «Με τον Λευτέρη το σεξουαλικό έχει ατονήσει –πεντέμισι χρόνια είμαστε πια μαζί -, θα παντρευτούμε τον Απρίλιο και θα βάλουμε εμπρός αμέσως για παιδί, τριάντα επτά κοντεύω, τι να κάνω;».
Να τους αρπάξεις –σου’ ρχεται –από το πέτο. «Ξυπνήστε!» να τους ουρλιάξεις μες στα αφτιά. «Σταματήστε να σούρνεστε, να σπαταλάτε τόσο άχαρα τα λίγα χρόνια που σας έχουν δοθεί. Δεν σας κρατάνε δέσμιους τα Μνημόνια, υπνοβατούσατε και πριν από την κρίση, με περισσότερα απλώς λεφτά στις τσέπες. Ξεθάψτε τις επιθυμίες σας –που τις έχετε εσείς οι ίδιοι ενταφιάσει επειδή τις φοβάστε –και κυνηγήστε τες με κάθε κόστος. Χωρίστε. Παραιτηθείτε από δουλειές και σχέσεις που σας στραγγίζουν την ψυχή. Ξεκολλήστε από πάνω σας κούφιες συνήθειες, υποχρεώσεις-βδέλλες. Το να τακτοποιηθείτε, χάρη στα τυπικά προσόντα σας, σε μια βαρετή –πλην σχετικά ασφαλή –θέση εργασίας δεν αποτελεί επιτυχία. Συμβιβασμός είναι. Μονόδρομος προς την κατάθλιψη.
Βγείτε στον δρόμο, δοθείτε σε έρωτες, φιλοδοξίες, ξαφνικές εμπνεύσεις, ρισκάρετε να καταλήξετε ανέστιοι και πένητες, σωριαστείτε στο χώμα δέκα φορές και σηκωθείτε έντεκα.
Κανείς δεν σας χρωστάει τίποτα εκ γενετής. Το Σύμπαν αδιαφορεί παγερά για πάρτη σας, ο Θεός –ακόμα και αν πανάγαθος υπάρχει –έχει αμέτρητο πόνο να παρηγορήσει προτού ρίξει μισό βλέμμα σε εσάς, που απλώς βουλιάζετε μες στη ρουτίνα σας.
Εσείς μόνο χρωστάτε στα παιδιά σας ένα παράδειγμα. Να μπορούν κάποτε να λένε ότι οι γονείς τους τη ζωή την ήπιαν και τη λούστηκαν, την έστυψαν και την κολύμπησαν και με το ρεύμα και κόντρα σε αυτό. Δεν λούφαξαν κάτω από το πρώτο υπόστεγο που βρήκαν για να πεθάνουν στεγνοί».