Αυτή τη στιγμή, μόνο στο κέντρο της Αθήνας ενοικιάζονται 5.127 ακίνητα με μέση τιμή 55 ευρώ και μέση πληρότητα 96 ημέρες τον χρόνο. Το σύνολο του κέρδους ξεπερνά τα 27.000.000 ευρώ. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί ένα σοβαρό οικονομικό τμήμα της αγοράς, το οποίο το κράτος πρέπει να υποστηρίξει και διαφυλάξει.
Χάρη στη βραχυχρόνια μίσθωση ενισχύεται η τοπική οικονομία για πρώτη φορά μετά την ύφεση των Μνημονίων και μάλιστα σε γειτονιές που ήταν σε μεγάλη οικονομική και κοινωνική ύφεση. Πολλές από τις κατοικίες που αξιοποιούνται θα ήταν κλειστές αν δεν ενοικιάζονταν με βραχυχρόνια μίσθωση. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις προσφέρουν όχι μόνο εισόδημα στους ιδιοκτήτες κατοικιών που με δυσκολία τα συντηρούσαν πριν, αλλά και πολλά έσοδα και στήριξη σε τοπικές επιχειρήσεις. Τονώνεται η κτηματαγορά, καθώς λόγω της ζήτησης άρχισαν ξανά να ανεβαίνουν οι τιμές των ακινήτων και να γίνονται συμβολαιογραφικές πράξεις, μέσω των οποίων το κράτος εισπράττει φόρους. Ανακαινίζονται κατοικίες του κέντρου που είχαν ερημώσει, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εστιών μόλυνσης. Αναζωογονήθηκε η αγορά εργασίας, καθώς πολλοί επαγγελματίες ασχολούνται με τις ανακαινίσεις που προορίζονται για βραχυχρόνια μίσθωση.
Η σύγχρονη αυτή εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι μια υβριδική μορφή αξιοποίησης ακινήτων. Συνδυάζει την αστική μακροχρόνια μίσθωση με κάποια χαρακτηριστικά διαχείρισης ενός ξενοδοχείου. Ωστόσο φορολογικά πιστεύουμε πως ακόμη δεν αντιμετωπίζεται σωστά, καθώς στη βραχυχρόνια μίσθωση ο ιδιοκτήτης πρέπει να συνυπολογίσει και ένα αρκετά υψηλό κόστος διαχείρισης (κοινόχρηστα, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο, Ιντερνετ, σεντόνια κ.τ.λ.) τα οποία θα ξοδευτούν για το κόστος παροχής ολόκληρου του διαμερίσματος. Αυτά τα έξοδα αφενός μεν στην αστική μίσθωση δεν τα επιβαρύνεται ο ιδιοκτήτης, αφετέρου σε ένα ξενοδοχείο εκπίπτουν από τα έξοδα ως επιχείρησης και επομένως ελαττώνουν κατά πολύ το φορολογητέο εισόδημα.
Για παράδειγμα, η δαπάνη που επιβαρύνεται ο ιδιοκτήτης σε ένα υψηλό μίσθωμα των 100 ευρώ για μία διανυκτέρευση:
– Προμήθεια πλατφόρμας: 15%
– Φορολόγηση: 15%
– Λειτουργικές δαπάνες (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, Ιντερνετ, κοινόχρηστα, αναλώσιμα): 15%
– Καθαρισμός διαμερίσματος: 20%
– Καθαρισμός κλινοσκεπασμάτων: 10%
– Καύσιμα για μετακίνηση ιδιοκτήτη από και προς το διαμέρισμα: 5%
– Συντήρηση –φθορές: 5%
– Σύνολο: 85%
Παρατηρούμε ότι σε ένα υψηλό θεωρητικά μίσθωμα από τα 100 ευρώ είσπραξης το τελικό χρηματικό όφελος υπολογίζεται περίπου στα 15 ευρώ. Σημειωτέον ότι τα περισσότερα διαμερίσματα που ενοικιάζονται έχουν κατά μέσο όρο αρκετά μικρότερο μίσθωμα, επομένως η συνολική επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη και το τελικό όφελος αρκετά μικρότερο. Επιπλέον δεν έχει υπολογιστεί η προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η φορολόγηση έως 45% στο αρχικό μίσθωμα χωρίς να συνυπολογίζονται δαπάνες διαχείρισης για πολλούς θεωρείται άδικη και τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Ως Σύλλογος Οικονομίας Διαμοιρασμού πιστεύουμε ότι πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος φορολόγησης από την πολιτεία και να αντιμετωπιστεί ως μία ιδιαίτερη μορφή εκμετάλλευσης ακίνητης περιουσίας. Υποστηρίζουμε σταθερά πως μια φορολόγηση 15% απευθείας στην πηγή θα ωφελούσε όλους, και κυρίως τα κρατικά έσοδα, και θα αποφεύγονταν στρεβλώσεις στην αγορά, καθώς αυτή η επιβάρυνση θα υπολογίζονταν αυτόματα από όλους στο κόστος διανυκτέρευσης.
Η Θεοδώρα Δήμα είναι πρόεδρος του Συλλόγου Οικονομίας Διαμοιρασμού