Είναι από αυτές τις ερωτήσεις που επανέρχονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους σαν ένα είδος κοινωνικού ψυχαναγκασμού, ανεξαρτήτως σε τι αναφέρονται. «Σας ήρθε ο ΕΝΦΙΑ;», «Πληρώσατε ΕΦΚΑ;» «Στολίσατε;». Και ο ΕΝΦΙΑ μας ήρθε και τον βάλαμε κάτω από τη φωτογραφία του παππού που μας άφησε το σπίτι και τον ΕΦΚΑ πληρώσαμε γιατί, αν μπορούσαμε ας κάναμε κι αλλιώς και, φυσικά, στολίσαμε. Χριστουγεννιάτικα. Ακόμη κι εγώ που, κατά παράδοση, στολίζω το σπίτι μου ενώ ετοιμάζομαι για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, έχω εδώ και μια εβδομάδα κατεβάσει από το πατάρι τις κούτες με τα στολίδια. Προς το παρόν τις κοιτάω βέβαια, αλλά ούτε του Αγίου Νικολάου δεν είναι ακόμη.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ακονίζαμε τα μαχαιράκια του ειρωνικού σχολιασμού για το ότι οι χριστουγεννιάτικοι στολισμοί πήγαιναν back to back με την επέτειο του Πολυτεχνείου. Φέτος, στις 17 Νοεμβρίου ήμασταν ήδη Ροβανιέμι. Στα τηλεοπτικά σποτ ο Αγιος Βασίλης είχε αρχίσει ήδη τα σουλάτσα από καταστήματα ηλεκτρονικών σε συσκευασίες μπισκότων και αναψυκτικών, τα ζαχαροπλαστεία πλασάριζαν μελομακάρονα στις βιτρίνες και τα σόσιαλ μίντια είναι σαν να έχει στολιστεί και φωταγωγηθεί ο Μέλας Δρυμός.
Βλέπω αυτά τα φωτογραφημένα και αναρτημένα τεράστια, υπερστολισμένα δέντρα να ασφυκτιούν, για ενάμισι μήνα, μέσα στα μικρά διαμερίσματα, σαν να αναζητούν το εξοχικό της Ντόρις Ντέι. Και θυμάμαι τα ελαφρώς σουρομαδημένα δεντράκια των παιδικών μου χρόνων που, ωστόσο, δεν έκαναν τη χαρά της γιορτής μικρότερη. Εύκολο να ταμπουρωθώ πίσω από τη γκρινιάρα νοσταλγία της απλότητας που ενοχοποιεί την υπερβολή των ημερών ως άλλοθι ευτυχίας. Κάθε εποχή έχει τα άλλοθί της που σιγά σιγά στεριώνουν ως πραγματικότητα. Ετσι, του χρόνου μπορεί να στολίσω τον Δεκαπενταύγουστο. Και του παραχρόνου να μην ξεστολίσω ποτέ.