Γιατί αποτυγχάνουν οι έλληνες μαθητές στον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συγκρότησης και Ανάπτυξης) και μάλιστα ενώ αγαπούν ιδιαίτερα τις φυσικές επιστήμες; Γιατί η χώρα μας βρίσκεται κάθε τρία χρόνια που γίνεται ο διεθνής διαγωνισμός στις τελευταίες θέσεις του; Κάνουμε κάτι λάθος στις σχολικές τάξεις; Προφανώς, ναι. Ο ίδιος ο ΟΟΣΑ έχει επισημάνει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, στην περίφημη «εργαλειοθήκη» του, την οποία η χώρα μας ποτέ δεν εφάρμοσε.

Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουν και οι έλληνες επιστήμονες! Και μάλιστα στην πρώτη μεγάλη έρευνα που έγινε στην Ελλάδα για το θέμα και την οποία «παρήγγειλε» πριν από έναν χρόνο το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με… εντολή του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου. Η έρευνα έχει ολοκληρωθεί εδώ και μήνες, αλλά για λόγους που μόνο ο υπουργός Παιδείας γνωρίζει, τα αποτελέσματά της δεν ανακοινώνονταν. Ποιες αλλαγές «δείχνουν» οι έλληνες επιστήμονες; Επιμόρφωση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αποκέντρωση και αυτονομία των σχολείων, φοίτηση των παιδιών από την προσχολική αγωγή, αύξηση των σχολικών δραστηριοτήτων εκτός σχολικού προγράμματος.

Τι προκύπτει από την έρευνα

Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας που έγινε στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της εθνικής συντονίστριας του PISA στην Ελλάδα, καθηγήτριας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Χρύσας Σοφιανοπούλου για το ΙΕΠ, τα οποία και αναμένεται να ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες, παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ».

Οπως προκύπτει, οι έλληνες 15άρηδες αποτυγχάνουν στον διαγωνισμό PISA (ΟΟΣΑ) όχι γιατί τα αναλυτικά προγράμματα στα σχολεία πρέπει να αλλάξουν, αλλά γιατί το περιεχόμενό τους δεν… φτάνει ποτέ στους μαθητές.

Οι εκπαιδευτικοί των σχολείων, όπως δείχνουν τα στοιχεία, δεν ξέρουν πώς να προσεγγίσουν τα νέα διδακτικά αντικείμενα και εδώ τοποθετείται η τεράστια ανάγκη του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος για επιμόρφωση και αξιολόγηση των «μάχιμων» δασκάλων και καθηγητών του. Συγκεκριμένα και όπως προκύπτει από την έρευνα που έγινε για λογαριασμό του ΙΕΠ:

– Οι έλληνες μαθητές αγαπούν ιδιαίτερα τις φυσικές επιστήμες.

– Οι μαθητές που αντιλαμβάνονται ότι ο καθηγητής τους διαθέτει ικανότητες προσαρμογής ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, τείνουν να έχουν υψηλότερες επιδόσεις.

– Στην Ελλάδα, το 29,8% των μαθητών ανήκει στα χαμηλά επίπεδα εγγραμματισμού των φυσικών επιστημών. Οι μαθητές αυτοί χαρακτηρίζονται ως μαθητές με χαμηλή επίδοση (low achievers), καθώς δεν κατέχουν τις βασικές δεξιότητες που θα έπρεπε να έχουν στη συγκεκριμένη ηλικία. Στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό των μαθητών σε αυτά τα επίπεδα είναι 18,5%.

– Τα θέματα στα γνωστικά αντικείμενα που ερευνά ο PISA, στη συντριπτική τους πλειονότητα προϋποθέτουν γνώσεις που οι έλληνες μαθητές έχουν αποκτήσει στο πλαίσιο του αναλυτικού τους προγράμματος. Οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών από τη χώρα μας εξηγούνται, σε έναν βαθμό, από το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να μεταφέρουν αυτήν τη γνώση σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο προκειμένου να βρουν μια λύση σε ένα πρόβλημα ή να δώσουν μια τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για ένα θέμα που είναι πιθανό να συναντήσουν στον πραγματικό κόσμο. Ετσι, αυτό που λείπει από τους έλληνες μαθητές δεν είναι η θεωρητική γνώση, αλλά η σύνδεσή της με την καθημερινότητά τους.

– Το κέντρο βάρους του εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει να μετακινηθεί, από το πρόγραμμα σπουδών και τα σχολικά εγχειρίδια, στον εκπαιδευτικό και στις εκπαιδευτικές πρακτικές που εφαρμόζονται στην τάξη.

– Τα σχολεία στην Ελλάδα αποτελούνται από μικρότερα τμήματα μαθητών σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ, 24 μαθητές κατά μέσο όρο ανά τμήμα. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, τα σχολικά τμήματα αποτελούνται κατά μέσο όρο από 26 μαθητές (κάτι που ζητούσαν ως προσαρμογή και οι εκπρόσωποι του ΟΟΣΑ). Η αναλογία μαθητών – καθηγητών είναι μικρότερη για τα ελληνικά σχολεία σε σχέση με τα σχολεία στις χώρες του Οργανισμού. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα κατά μέσο όρο ένας καθηγητής είναι υπεύθυνος για 10 μαθητές, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ ένας καθηγητής είναι υπεύθυνος για 13 μαθητές.

Η εφαρμογή της γνώσης

Οπως είναι γνωστό, ο διαγωνισμός PISA, που θα γίνει ξανά τον Μάρτιο του 2018 στις χώρες του ΟΟΣΑ, διερευνά την ικανότητα των μαθητών να εφαρμόζουν γνώσεις και δεξιότητες σε βασικές θεματικές περιοχές, να αναλύουν, να συλλογίζονται και να επικοινωνούν αποτελεσματικά καθώς εξετάζουν, ερμηνεύουν και επιλύουν προβλήματα.

«Ο PISA έχει ένα πολύ συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο. Κι αυτό λέει ότι η γνώση που παίρνουν οι μαθητές από το σχολείο πρέπει να συμβάλλει στη διαμόρφωσή τους ως σύγχρονων πολιτών. Οτι πρέπει επίσης να έχουν αποκτήσει δεξιότητες για να έχουν την ιδιότητα του πολίτη, με την κριτική σκέψη που απαιτείται κ.λπ.» λένε οι ερευνητές που μελέτησαν επί μήνες το θέμα.

Οπως αναφέρει η Χρύσα Σοφιανοπούλου, ενδεικτικές προτάσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα είναι «η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών καθώς στα σχολεία της χώρας μας έρχονται αντιμέτωποι με διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις και συχνά καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια για αυτό, η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς τα σχολεία που είναι περισσότερο αυτόνομα, στο πλαίσιο εκπαιδευτικών συστημάτων που επιτρέπουν τη συνεργασία καθηγητών – διευθυντών για τη διαχείριση των σχολείων, τείνουν να έχουν υψηλότερες επιδόσεις από τα σχολεία με μικρό περιθώριο αυτονομίας, η ένταξη των μαθητών που προέρχονται από μετανάστευση, η ενίσχυση (και χρηματοδότηση) ερευνητικών δράσεων σε βασικές (αλλά και ειδικότερες) παραμέτρους του PISA (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, αμοιβές εκπαιδευτικών, αυτονομία εκπαιδευτικών, αξιοποίηση υποδομών και εξοπλισμού κ.ά.)».

ΘΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Τι «έδωσε» ο υπουργός Παιδείας στους θεσμούς

Αναδιπλώθηκε τελικά ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου μετά τη συμφωνία του με τους θεσμούς προκειμένου να κλείσει η τρίτη αξιολόγηση και ουσιαστικά «δίνει» μία επιπλέον διδακτική ώρα στους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καθώς αποχαρακτήρισε τη μία ώρα που είχε χαρακτηρίσει πέρυσι «διδακτική» ενώ ήταν ώρα σίτισης. Αυτό καθιερώθηκε με εγκύκλιο του Κώστα Γαβρόγλου πριν από έναν χρόνο. Παράλληλα υποχρεωτική θα είναι η παραμονή των εκπαιδευτικών στις σχολικές μονάδες για 30 ώρες την εβδομάδα, κάτι βέβαια που ήδη ισχύει αλλά πλέον θα τηρείται αυστηρά.

Θα γίνουν ακόμη νέες συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, με συγκεκριμένα κριτήρια που θα τεθούν στις αρχές του 2018 (παρά την αντίθεση που έθετε στο θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση). Ενα άλλο κρίσιμο σημείο που τέθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς ήταν τα θέματα επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης που θα γίνονται πλέον μέσω ΑΣΕΠ. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Παιδείας συμφώνησε στη συμμετοχή του ΑΣΕΠ στις διαδικασίες αξιολόγησης των στελεχών. Πάντως, από την πλευρά του το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε χθες ότι «δεν θα υπάρξει καμία αύξηση διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών και θα συνεχίσει να εφαρμόζεται ο νόμος 1655 του 1985, δεν θα υπάρξει καμία αύξηση εργασιακού χρόνου και δεν θα υπάρξει ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της τάξης αλλά αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας ως σύνολο».