Το κτίριο των πέντε ορόφων στον κεντρικό δρόμο της Αθήνας, στην Ερμού 27, από την περασμένη εβδομάδα άλλαξε χαρακτήρα. Ηταν ένα ιδιαίτερο κατάστημα γυναικείων ρούχων, με μακρόχρονη ιστορία και ιδιοκτήτη έναν ευπατρίδη του λιανικού εμπορίου. Φαίνεται όμως ότι η αναχώρηση του Ευτύχιου Αλεξανδράκη από αυτόν τον κόσμο «άγγιξε» τους κατοίκους της πόλης, εκείνους ιδιαίτερα που βρίσκουν μια απροσδιόριστη ηδονή στον «θρήνο της απώλειας». Ετσι, αυτό το κύμα νοσταλγίας πλημμύρισε facebook και blogs, έντυπα και διαδικτυακά μέσα που αναφέρονταν στον κομψό υπερήλικο και στο χαρακτηριστικό ντύσιμό του. Αντιμετώπισαν μάλιστα τον ίδιο ως ίνδαλμα εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του στον χρόνο αλλά και στα σκαμπανεβάσματα της εγχώριας οικονομίας.
Σε αυτήν την ηδονή της θλίψης για το τότε, που η πόλη είχε τα δικά της εμπορικά σήματα και καταστηματάρχες με οράματα, ο συλλογικός αναστοχασμός δεν συμπεριέλαβε το δώρο που προσέφερε ο ιδιοκτήτης της Ερμού 27 στο αρχιτεκτονικό προφίλ του αθηναϊκού κέντρου.
Το πενταώροφο κτίριο με τη μοντερνιστική πρόσοψη και τις θαυμάσια φωτισμένες τη νύχτα γυάλινες όψεις του. Ηταν έργο του Στάμου Παπαδάκη. Εκείνου που υπήρξε στενός φίλος του Λε Κορμπιζιέ και ήδη φημισμένου αρχιτέκτονα. Στον οποίο ο ιδιοκτήτης της θέσης εμπιστεύτηκε τη δημιουργία όχι μόνο ενός καταστήματος, αλλά μιας επιχείρησης-τοπόσημου. Ενός εμβληματικού καταστήματος που θα καλούσε τους διαβάτες να υποδεχτούν τους διεθνείς νεωτερισμούς της εποχής.
Ενα κάλεσμα στη νεωτερικότητα του έτοιμου ρούχου που μείωνε την απόσταση από την αυθεντία της εξουσίας και τόνιζε τη στροφή προς την καλλιέργεια της ατομικότητας και την επιμέλεια της εικόνας του εαυτού.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το ιδιαίτερο κατάστημα-σκηνικό, αυτό που ακούσια θαυμάσαμε όλες αυτές τις δεκαετίες δεν ήταν μόνο το ήθος του εμπόρου ή το γούστο του επιχειρηματία που εισήγαγε στην Αθήνα τις μόδες της Εσπερίας. Η θέαση της υπερυψωμένης κυκλικής βιτρίνας με κουρτίνα και η τοποθέτηση των ρούχων που τα σχέδιά τους έμοιαζαν να είχαν λάβει εξιτήριο από τη φθορά του χρόνου, λειτούργησαν ως φάρος γοητείας της μοντέρνας εποχής. Τώρα αν κάτι μας τραβάει και πάλι κοντά του σε βαθμό θρηνωδίας, είναι το αμετάβλητο του χώρου.
Σήμερα το θαυμάζουμε για τη μοναδικότητα των εκθεμάτων του να συνομιλούν με τη διατήρηση και όχι την ανατροπή του στυλ. Εκείνο το σημείο που πρόβαλλε ως εξώστης μετασχηματισμών των κοινωνικών ρόλων μέσω των ενδυμάτων καθιερώθηκε στο βλέμμα μας σαν ένα ιδιαίτερο μουσείο της πόλης, που μας καλεί να το ξεχωρίσουμε.