Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας είναι η έλλειψη στελεχών που θα μπορούσαν να αναλάβουν αξιόπιστα και με κύρος τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ομηρος μιας πλειοψηφίας βουλευτών που κατάγονται στην πλειονότητά τους από τη βαθιά Δεξιά, πολλοί εκ των οποίων θεωρούν ότι εξουσία σημαίνει νομή του κράτους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την πρώτη στιγμή που εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, διακήρυσσε ότι θα προσπαθήσει να αλλάξει το πεδίο. Προσπάθησε και ακόμα προσπαθεί, αλλά ακόμα δεν έχει βρει την αξιόπιστη εξωστρεφή ομάδα η οποία θα δώσει το στίγμα του ευρωπαϊκού μεταρρυθμιστικού κόμματος της συντηρητικής παράταξης, που είναι και το ζητούμενο. Γι’ αυτό, άλλωστε, αυτοί που εκπροσωπούν το κόμμα με αξιοπιστία στη Βουλή και στα ΜΜΕ είναι οι παλιές καραβάνες: Δένδιας, Χατζηδάκης, Ντόρα Μπακογιάννη, Τασούλας, συνεπικουρούμενοι από Γεωργιάδη και Βορίδη. Η ΝΔ είναι κόμμα στον προθάλαμο της εξουσίας που προτιμάται περισσότερο ως το θετικό αντίβαρο στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όχι για τις πολιτικές προτάσεις του (οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πασχίζουν γι’ αυτές σοβαρά στελέχη, που δεν είναι όμως η δουλειά τους να τρέχουν στα κανάλια και στις εσωκομματικές διεργασίες).
Εξαρχής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν δεδομένο ότι θα ήταν ο βασικός αποδέκτης τόνων συκοφαντίας από τους αντιπάλους του. Η συνταγή της σπίλωσης είναι μόνιμη πρακτική και στην Αριστερά και στη λαϊκιστική Δεξιά, πόσω μάλλον στο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υβρίδιο. Η κατηγορία του νεποτισμού, που του απευθύνουν, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη. Αν παίρνει τοις μετρητοίς τις λασπώδεις επιθέσεις, στην περίπτωση της συζύγου του τι θα έπρεπε να κάνει; Να πάει να ζήσει σε μοναστήρι;
Προφανώς, θα συνεχίσει να κάνει πολιτική –και θα προσπαθεί, με κάθε μέσο, να απαντά στις επιθέσεις που υφίσταται. Ιδίως στον κεντρώο ευρωπαϊστικό – μεταρρυθμιστικό χώρο, το κρίσιμο μέγεθος που διαμόρφωσε και το νικηφόρο γι’ αυτόν αποτέλεσμα των εκλογών στο κόμμα του απαιτεί πολιτικές προτάσεις και πρόσωπα που θα τις υλοποιήσουν.
Ενα κρίσιμο μέγεθος, δηλαδή, οπαδών δεν θέλγονται από την αγοραία διάσταση της πολιτικής, αλλά επιθυμούν να γνωρίζουν την ουσία. Η Ντόρα Μπακογιάννη ήταν, και είναι, ένα στέλεχος που εργάστηκε αόκνως και επί της ουσίας για μια σύγχρονη ΝΔ. Και το κόμμα, σήμερα, δεν έχει την πολυτέλεια να ακυρώνει στελέχη που δεν του περισσεύουν.
Και μάλιστα όχι για πολιτικούς, αλλά για ηθικολογικούς λόγους.