Χωρίς αλλαγές θα κατατεθεί (πάλι) σύντομα στη Βουλή η τροπολογία που βάζει φρένο στις απεργίες και προκαλεί θύελλα αντιδράσεων. Η διάταξη δεν αναμένεται να αλλάξει, όπως διαβεβαιώνουν αρμόδιοι κύκλοι του υπουργείου Εργασίας, και θα προβλέπει πως για τη συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείταιη παρουσία τουλάχιστον του 1/2 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών στα πρωτοβάθμια σωματεία. Στην πράξη, η αλλαγή αφορά το άρθρο 8 του συνδικαλιστικού Νόμου 1264/1982, που προβλέπει πως για να ληφθεί απόφαση στις συνελεύσεις των σωματείων απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών ή του 1/4 ή αργότερα του 1/5, αν δεν υπάρχει απαρτία. Μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές, της ακόμη χαμηλότερης απαρτίας, απαιτείται αυξημένο ποσοστό πλειοψηφίας για τη λήψη απόφασης. Τονίζεται ότι σε πλήρη ισχύ παραμένει και το άρθρο 20 του συνδικαλιστικού νόμου, σύμφωνα με το οποίο η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Για ολιγόωρες στάσεις εργασίας, εφόσον δεν πραγματοποιούνται την ίδια μέρα ή μέσα στην ίδια εβδομάδα, αρκεί απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκφράζουν φόβους πως η αλλαγή θα φέρει τροποποιήσεις και στις υπόλοιπες οργανώσεις, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες, με αποτέλεσμα η κήρυξη απεργιών να γίνει δυσκολότερη. Μάλιστα, σημειώνουν ότι σε επιχειρήσεις με μεγάλη διασπορά ανά την επικράτεια είναι πιθανό να γίνει ανέφικτη στην πράξη η λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση. Για τη διεξαγωγή πανελλαδικής ψηφοφορίας θα απαιτείται να στηθούν κάλπες σε όλες τις τοπικές μονάδες μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, κάτι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο. Σε αυτό το στάδιο, ενδέχεται, για να ληφθεί μια απόφαση για απεργία, να πρέπει να παρέμβει τελικά το δευτεροβάθμιο ή ακόμη και το τριτοβάθμιο σωματείο.
ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. «Δίνουμε χρόνο να γίνουν κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις και από την άλλη πλευρά, να γίνει και ένας ευρύτερος διάλογος, δηλαδή να δοθεί στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας η δυνατότητα να αποσαφηνιστούν διάφορα θέματα» δήλωσε χθες ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας Ανδρέας Νεφελούδης στον ραδιοφωνικό σταθμό Πρακτορείο FM. Ο γενικός γραμματέας διευκρίνισε πως η τροπολογία, που αποσύρθηκε από σχέδιο νόμου του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, θα κατατεθεί ξανά «στο αμέσως επόμενο διάστημα». «Στην ουσία δεν θα αλλάξει τίποτα, με την έννοια ότι ήταν έτσι κι αλλιώς μια επιλογή, που δεν ήταν προτεραιότητά μας να επιλεγεί, για να προχωρήσει αυτή η διαδικασία για τις απεργίες. Είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας με τους θεσμούς. Εκτιμώ, όμως, ότι πρέπει να βάλουμε τη συζήτηση στην ουσία της, αν και κατά πόσο αλλάζει διάφορα θέματα» είπε και διευκρίνισε: «Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι πέρα από τους τεχνικούς όρους –δηλαδή απαρτία στο 1/3 ή στο 1/2 των ταμειακώς εντάξει –το μείζονος σημασίας πολιτικό θέμα που υπάρχει και αφορά τον κάθε άνθρωπο, την κοινωνία ολόκληρη, είναι πως μαζικοποιείται το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, και αυτό δεν είναι θέμα αριθμητικό, είναι θέμα ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης των συνδικάτων, των συνδικαλιστικών παρατάξεων». Ο Ανδρέας Νεφελούδης σημείωσε ότι από τη ρύθμιση που αφορά την κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία «εξαιρούνται τα εργοστασιακά επιχειρησιακά σωματεία, που έχουν πανελλαδική εμβέλεια, δηλαδή αν μια επιχείρηση έχει υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα, δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν τη ρύθμιση, όπως εξαιρούνται και τα περιφερειακής εμβέλειας επιχειρησιακά σωματεία, αν μια επιχείρηση έχει π.χ. στη Θεσσαλονίκη και έχει και σε περιοχές της ίδιας περιφέρειας».