Κι αν τους πρίγκιπες όχι απλώς τους υποδέχτηκε πολλές φορές στο αρχοντικό του (στο οποίο κατά το ήμισυ φιλοξενείται μία από τις σημαντικότερες συλλογές κυπριακών αρχαιοτήτων), τους «δράκους» τους αντιμετώπισε, όπως λέει, με μεγάλη πίστη και πολύ χιούμορ. «Διότι πιστεύω πολύ στη δύναμη του Θεού. Η αυτοκτονία είναι μεγάλη αμαρτία, ακόμη κι όταν μαθαίνεις ότι έχεις χάσει το 85% της περιουσίας σου, όσα είχες χτίσει δηλαδή στα πιο παραγωγικά σου χρόνια».
Απολαμβάνει τις δάφνες του λοιπόν ο Δ. Πιερίδης, οι συλλογές του οποίου αριθμούν 4.000 αρχαιότητες, 1.080 έργα σύγχρονης ελληνικής και κυπριακής τέχνης, 700 λαογραφικά αντικείμενα και 30.000 τίτλους ιστορίας της τέχνης; Κι όταν μάλιστα για να αποκτήσει 640 από τις προϊστορικές αρχαιότητες της Κύπρου δέχθηκε ακόμη και πυροβολισμούς από Τουρκοκυπρίους επειδή είδαν ως ελληνική τη σουηδική σημαία που έφερε ως πρόξενος της συγκεκριμένης χώρας στο αυτοκίνητό του; Όταν αναγκάστηκε να διπλασιάσει τις τιμές για να γλιτώσει από την πώληση προς μουσεία του εξωτερικού δεκάδες αριστουργήματα της πρώιμης χαλκοκρατίας (2300-1950 π.Χ.), τα οποία ανέσκαπταν οι αρχαιοκάπηλοι στην κατεχόμενη περιοχή του νησιού;
Εχει αλλάξει η αγορά της τέχνης στον μισό και πλέον αιώνα που ο ίδιος δραστηριοποιείται ως συλλέκτης συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση τεσσάρων γενεών;
«Διεθνώς το τοπίο στην αγορά αρχαιοτήτων έχει αλλάξει πολύ, επειδή έχουν γίνει αυστηρότεροι οι νόμοι περί αρχαιοκαπηλίας. Μετά τις τρομερές λεηλασίες στη Συρία και στο Ιράκ οι οίκοι είναι πολύ προσεκτικοί και οι συλλέκτες άλλο τόσο και τα πιο πολλά έργα μένουν απούλητα. Οσον αφορά τη σύγχρονη τέχνη, παρόλη την κρίση, βλέπω στην Κύπρο μια άνθηση τόσο με νέες γκαλερί όσο και στις δημοπρασίες. Πληροφορούμαι ότι στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Διεθνώς υπάρχει έλλειψη πολύ καλών, μοναδικών έργων. Εξοργίζομαι όταν βλέπω τιμές του Μονέ πιο υψηλές από εκείνες του Τιτσιάνο.
Η χαριστική βολή δόθηκε με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Φαίνεται πως πίσω βρίσκεται το Μουσείο του Λούβρου στο Αμπου Ντάμπι και πολύ καλά έκαναν διότι δίνουν σφραγίδα μεγάλης αξίας στο μουσείο, που ώς τώρα το αντιμετώπιζαν ως δείγμα νεοπλουτισμού. Πολλές φορές αγοράζουν και οι τράπεζες έργα χωρίς να ξέρουν τι παίρνουν για να ανεβάσουν τις τιμές, και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό». Πώς ο δημιουργός της Πινακοθήκης Πιερίδη, που επί δύο και πλέον δεκαετίες άφησε εποχή στη Γλυφάδα δημιουργώντας ένα νέο τοπίο στην εγχώρια εικαστική σκηνή, κρίνει ποιο έργο είναι καλό; «Πολλές φορές ζητάνε οι καλλιτέχνες τη γνώμη μου. Δεν τη δίνω ποτέ. Τα έργα τους είναι τα παιδιά τους. Δεν είμαι ιστορικός τέχνης. Επιμένουν και μου λένε ότι έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Είναι αλήθεια. Εχουν δει κι ελπίζω να δουν κι άλλα, αλλά γνώμη δεν εκφράζω. Το μόνο βέβαιο κριτήριο για μένα ήταν να μην αγοράζω ποτέ έργο στα εγκαίνια. Εβλεπα τα έργα με προσοχή –όσο μπορούσα διότι όλοι σου αποσπούν την προσοχή με συζητήσεις για κοινωνικά θέματα και κοιτάζουν πώς θα φωτογραφιστούν για τα περιοδικά –και στο σπίτι μου σκεφτόμουν ποιο έργο επικοινώνησε μαζί μου περισσότερο. Ετρεχα τις επόμενες ημέρες να το προλάβω».
«Να το αποδώσω στην απουσία μου; Ολη η φλόγα προέρχεται από τον συλλέκτη. Οταν έφυγα από τη Γλυφάδα, ύστερα από 22 χρόνια, παρόλο που έμεινε πίσω ο Τάκης Μαυρωτάς, αισθανόμουν ξένος προς τον χώρο. Επίσης υπάρχει κι ένας τοπικισμός. Πάντα ο πρωτευουσιάνος έχει έναν αέρα υπεροψίας και γίνεται αντιπαθής στους υπόλοιπους».