Συλλέκτης από κούνια. Γεννήθηκε μέσα σε ένα μουσείο και μεγάλωσε στην αυλή του. Οι γονείς του τον έβγαζαν συνέχεια έξω για να μη σπάσει κάποιον από τους θησαυρούς που συνέλεγαν ευλαβικά, την ώρα που έπαιζε. Εζησε μια ζωή που μοιάζει με παραμύθι, όπου πρωταγωνιστές είναι αληθινοί βασιλείς και πρίγκιπες –αποδείξεις οι δεκάδες φωτογραφίες που κοσμούν το σαλόνι του -, χωρίς να λείπουν οι «δράκοι», που στη δική του περίπτωση έχουν τη μορφή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και της οικονομικής καταστροφής.

Κι αν τους πρίγκιπες όχι απλώς τους υποδέχτηκε πολλές φορές στο αρχοντικό του (στο οποίο κατά το ήμισυ φιλοξενείται μία από τις σημαντικότερες συλλογές κυπριακών αρχαιοτήτων), τους «δράκους» τους αντιμετώπισε, όπως λέει, με μεγάλη πίστη και πολύ χιούμορ. «Διότι πιστεύω πολύ στη δύναμη του Θεού. Η αυτοκτονία είναι μεγάλη αμαρτία, ακόμη κι όταν μαθαίνεις ότι έχεις χάσει το 85% της περιουσίας σου, όσα είχες χτίσει δηλαδή στα πιο παραγωγικά σου χρόνια».

Στα 80 του σήμερα ο Δημήτρης Πιερίδης, που σφράγισε με την παρουσία του το ελληνικό συλλεκτικό γίγνεσθαι, με την ευγένεια που ταιριάζει σε έναν ευπατρίδη και την κομψότητα που χαρακτηρίζει έναν κοσμοπολίτη, απολαμβάνει τη στιγμή που επισκέπτες φτάνουν ώς το κατώφλι του αρχοντικού του στη Λάρνακα με τα 22 δωμάτια για να θαυμάσουν το Μουσείο Πιερίδη – Πολιτιστικό Ιδρυμα Τράπεζας Κύπρου. Περισσότερο όμως απολαμβάνει να μοιράζεται με τους φίλους του αναμνήσεις από το παρελθόν στο σαλόνι του, στον επάνω όροφο του σπιτιού. Εκεί δίπλα στο μικρό παρεκκλήσι με την εικόνα της Παναγίας της Σκοπιώτισσας από τη Ζάκυνθο –κειμήλιο που θυμίζει την καταγωγή της οικογένειας από τα Επτάνησα –έχει και μια βιτρίνα γεμάτη τιμητικά μετάλλια που του έχουν απονεμηθεί για την προσφορά του στον πολιτισμό μαζί με αναμνηστικά δώρα από τις επισκέψεις βασιλέων (ανάμεσά τους και η Σοφία της Ισπανίας) και προέδρων της Δημοκρατίας, όπου εντός του Δεκεμβρίου αναμένει να προσθέσει εκείνο του Εμανουέλ Μακρόν.

Απολαμβάνει τις δάφνες του λοιπόν ο Δ. Πιερίδης, οι συλλογές του οποίου αριθμούν 4.000 αρχαιότητες, 1.080 έργα σύγχρονης ελληνικής και κυπριακής τέχνης, 700 λαογραφικά αντικείμενα και 30.000 τίτλους ιστορίας της τέχνης; Κι όταν μάλιστα για να αποκτήσει 640 από τις προϊστορικές αρχαιότητες της Κύπρου δέχθηκε ακόμη και πυροβολισμούς από Τουρκοκυπρίους επειδή είδαν ως ελληνική τη σουηδική σημαία που έφερε ως πρόξενος της συγκεκριμένης χώρας στο αυτοκίνητό του; Όταν αναγκάστηκε να διπλασιάσει τις τιμές για να γλιτώσει από την πώληση προς μουσεία του εξωτερικού δεκάδες αριστουργήματα της πρώιμης χαλκοκρατίας (2300-1950 π.Χ.), τα οποία ανέσκαπταν οι αρχαιοκάπηλοι στην κατεχόμενη περιοχή του νησιού;

«Εξακολουθώ να αγοράζω διότι είναι πάθος, δεν υπάρχει θεραπεία. Δεν προσπάθησα ποτέ να απεξαρτηθώ. Απεναντίας, επειδή ομορφαίνει τη ζωή μου όταν αποκτήσω κάτι καινούργιο, το κρατώ τρεις – τέσσερις ημέρες στο υπνοδωμάτιό μου πριν το παρουσιάσω στο κοινό. Κάνω σαν παιδί» λέει στα «Πρόσωπα» που τον συνάντησαν προ ημερών να υποδέχεται καλεσμένους κυρίως από την Ελλάδα με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας της Μαίρης Χριστοφίδη, που φιλοξενείται ανάμεσα στις αρχαιότητες του μουσείου που φέρει το όνομά του.
Η ΑΓΟΡΑ ΤΕΧΝΗΣ.

Εχει αλλάξει η αγορά της τέχνης στον μισό και πλέον αιώνα που ο ίδιος δραστηριοποιείται ως συλλέκτης συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση τεσσάρων γενεών;

«Διεθνώς το τοπίο στην αγορά αρχαιοτήτων έχει αλλάξει πολύ, επειδή έχουν γίνει αυστηρότεροι οι νόμοι περί αρχαιοκαπηλίας. Μετά τις τρομερές λεηλασίες στη Συρία και στο Ιράκ οι οίκοι είναι πολύ προσεκτικοί και οι συλλέκτες άλλο τόσο και τα πιο πολλά έργα μένουν απούλητα. Οσον αφορά τη σύγχρονη τέχνη, παρόλη την κρίση, βλέπω στην Κύπρο μια άνθηση τόσο με νέες γκαλερί όσο και στις δημοπρασίες. Πληροφορούμαι ότι στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Διεθνώς υπάρχει έλλειψη πολύ καλών, μοναδικών έργων. Εξοργίζομαι όταν βλέπω τιμές του Μονέ πιο υψηλές από εκείνες του Τιτσιάνο.

Η χαριστική βολή δόθηκε με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Φαίνεται πως πίσω βρίσκεται το Μουσείο του Λούβρου στο Αμπου Ντάμπι και πολύ καλά έκαναν διότι δίνουν σφραγίδα μεγάλης αξίας στο μουσείο, που ώς τώρα το αντιμετώπιζαν ως δείγμα νεοπλουτισμού. Πολλές φορές αγοράζουν και οι τράπεζες έργα χωρίς να ξέρουν τι παίρνουν για να ανεβάσουν τις τιμές, και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό». Πώς ο δημιουργός της Πινακοθήκης Πιερίδη, που επί δύο και πλέον δεκαετίες άφησε εποχή στη Γλυφάδα δημιουργώντας ένα νέο τοπίο στην εγχώρια εικαστική σκηνή, κρίνει ποιο έργο είναι καλό; «Πολλές φορές ζητάνε οι καλλιτέχνες τη γνώμη μου. Δεν τη δίνω ποτέ. Τα έργα τους είναι τα παιδιά τους. Δεν είμαι ιστορικός τέχνης. Επιμένουν και μου λένε ότι έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Είναι αλήθεια. Εχουν δει κι ελπίζω να δουν κι άλλα, αλλά γνώμη δεν εκφράζω. Το μόνο βέβαιο κριτήριο για μένα ήταν να μην αγοράζω ποτέ έργο στα εγκαίνια. Εβλεπα τα έργα με προσοχή –όσο μπορούσα διότι όλοι σου αποσπούν την προσοχή με συζητήσεις για κοινωνικά θέματα και κοιτάζουν πώς θα φωτογραφιστούν για τα περιοδικά –και στο σπίτι μου σκεφτόμουν ποιο έργο επικοινώνησε μαζί μου περισσότερο. Ετρεχα τις επόμενες ημέρες να το προλάβω».

Πώς εξηγεί το γεγονός ότι τόσο η Πινακοθήκη Πιερίδη στη Γλυφάδα όσο και το Μουσείο Κυπριακών Αρχαιοτήτων στην Αθηναΐδα δεν κατάφεραν να επιβιώσουν;

«Να το αποδώσω στην απουσία μου; Ολη η φλόγα προέρχεται από τον συλλέκτη. Οταν έφυγα από τη Γλυφάδα, ύστερα από 22 χρόνια, παρόλο που έμεινε πίσω ο Τάκης Μαυρωτάς, αισθανόμουν ξένος προς τον χώρο. Επίσης υπάρχει κι ένας τοπικισμός. Πάντα ο πρωτευουσιάνος έχει έναν αέρα υπεροψίας και γίνεται αντιπαθής στους υπόλοιπους».