Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος τον έχει χαρακτηρίσει «λυρικό ποιητή του ερωτικού λόγου». Δεν απέχει από τον κανόνα καθώς οι περισσότεροι κριτικοί του αποδίδουν την ιδιότητα του «λυρικού ποιητή». Εκτός ίσως από τον Δημήτρη Μαρωνίτη που προτιμούσε τη λέξη «δραματικός». Οπως και να ‘χει, ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ποιητής στέρεος και με διάρκεια και η ποιητική του φωνή δίκαια κατατάσσεται στις σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών. Εχει άλλωστε λάβει και τις δέουσες τιμές: Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ιδρυμα Ουράνη) κ.ά. Εξίσου δίκαια το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού τον ονόμασε Ιππότη της Τάξης Γραμμάτων και Τεχνών καθώς έχει μεταφράσει από τα γαλλικά μείζονες ποιητές όπως τον Αρθούρο Ρεμπώ, τον Γκιγιόμ Απολινέρ, τον Πολ Ελιάρ, τον Ιβ Μπονφουά. Αλλά και Ζενέ, Σταντάλ, Καμύ.
Τώρα εξέδωσε κάτι διαφορετικό: το βιβλίο του «Ο μεγάλος δρόμος» (Εκδ. Γαβριηλίδης) –για «αφηγήματα», μιλάει το εξώφυλλο –περιέχει πεζά κείμενα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, που έχουν αποκλειστικά να κάνουν με την παιδική του ηλικία. Παιδική ηλικία που την πέρασε σε ένα μικρό χωριό της Ανατολικής Μεσσαράς στο Ηράκλειο Κρήτης, το χωριό Ινι, που βόρεια είχε αμπελώνες και ελαιώνες, δυτικά τον Ψηλορείτη και νότια τα Αστερούσια Ορη να κρύβουν το Λιβυκό Πέλαγος. Ομορφος τόπος, οπωσδήποτε, όσο και σκληρός, με τα ερείπια των αρχαίων Αρκάδων για παρέα. Το σπίτι «κεραμοσκεπές, κάπως επιβλητικό αλλά καθόλου λειτουργικό, και κυρίως χωρίς αυλή». Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στον αμαξιτό χωματόδρομο. «Εκοβα χαμομήλια, μάζευα πέτρες κι ένιωθα πως ήταν η λεωφόρος προς το άπειρο», γράφει.
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, που γεννήθηκε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιλάει για όλα αυτά στο «Βιβλιοδρόμιο», εξηγεί πώς μπορεί να τον επηρέασαν και να τον έκαναν ποιητή, πώς επίσης συνδέονται με τον σημερινό εαυτό του.
«Τα παιδικά χρόνια είναι μεγάλος σταθμός της ζωής μας», σημειώνει. «Ο Ρεμπώ τον χαρακτηρίζει “ο παντός καιρού μεγάλος δρόμος”», εξού και ο τίτλος του βιβλίου.
«Το βιβλίο γράφτηκε σταδιακά και με διάφορες αφορμές. Ορισμένα μέρη γράφτηκαν συνεχόμενα. Προσπάθησα να περισώσω κάποια πράγματα από την παιδική μου ηλικία. Οσα μπορούσα, γιατί τα πάντα δεν σώζονται, ο χρόνος είναι πάντα αμείλικτος και γίνεται αισθητός κυρίως από τα έργα του. Μυρωδιές, γεύσεις ξυπνήσανε μέσα μου, μνήμες που προσπάθησα να τις καταγράψω. Βασίστηκα περισσότερο στην ακούσια μνήμη, δηλαδή εκείνη που με επισκεπτότανε από μόνη της χωρίς εγώ να το θέλω. Πιστεύω πως το παρελθόν μπορεί να ξαναζωντανέψει όταν η αίσθηση συμπίπτει με την ανάμνηση. Πολλές φορές, αυτό που είναι μακρινό μπορεί να μας είναι πιο κοντινό απ’ αυτό που βρίσκεται δίπλα μας».
Ο ηρακλειώτης ποιητής είχε την τύχη, όπως μας λέει –και έχουμε ήδη σημειώσει -, να ζήσει στην εξοχή, σ’ ένα αγροτικό χωριό, το Ινι, στην Ανατολική Μεσσαρά. «Η περιοχή είναι γεμάτη από αρχαία ερείπια, των αρχαίων Αρκάδων, που άκμασαν κυρίως από τον 4ο π.Χ. αι. και μετά. Το γεγονός αυτό, μαζί με την εξοχή και την πλούσια πανίδα του τόπου, πυροδότησε μέσα μου πολλά ερεθίσματα: περιέργεια, θαυμασμό, φόβο, ρέμβη. Μέσα απ’ όλα αυτά νομίζω διαμορφώθηκε και ο μετέπειτα χαρακτήρας μου.
Δυο άλλα σημαντικά στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην παιδική μου ηλικία ήταν η εκκλησία και το δημοτικό σχολείο. Η εκκλησία με μάγευε ως τελετουργία. Οι λειτουργίες, οι εσπερινοί, τα πανηγύρια δημιουργούσαν μέσα μου μια ιδιαίτερη ευφορία, με μετέφεραν αλλού. Το δημοτικό ήταν τα καλύτερα μαθητικά μου χρόνια. Αν και μονοθέσιο, ο δάσκαλός μας Ιωάννης Παπαδάκης είχε πάντα τον τρόπο του να μας διδάσκει γοητεύοντάς μας. Περίπατοι, εκδρομές, διδασκαλία του Ευαγγελίου με την παραβολή του σπορέα δίπλα στα πρόσφατα οργωμένα χωράφια, ό,τι πιο κατάλληλο περιβάλλον για να κατανοήσουμε το νόημα της παραβολής. Το βιβλίο ξεκινάει από τις πρώτες μου μνήμες και σταματάει με το ταξίδι μου στο Ηράκλειο για να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο».
Ωστόσο το βιβλίο δεν μένει αποκλειστικά σε ιδιωτικά βιώματα ή, και αν στέκεται περισσότερο σε αυτά, δεν αποφεύγει να αφήσει να εννοηθούν πολλά άλλα πράγματα: «Μέσα απ’ αυτά τα κείμενα βγαίνει, νομίζω, όλο το μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό κλίμα που επικρατούσε στις επαρχίες της Κρήτης», εξηγεί. «Δηλαδή στερήσεις, απώλειες, φτώχεια, καθημερινές συνήθειες, ανταλλακτική οικονομία, διάφορα έθιμα. Στο βιβλίο μεγάλο βάρος έχει, βέβαια, το οικογενειακό μου περιβάλλον στο οποίο υπήρχαν πολλά πένθη. Η γιαγιά μου από τη μητέρα μου υπήρξε, ίσως, το πιο αγαπημένο πρόσωπο της ζωής μου.
Η παιδική ηλικία με επηρέασε αποφασιστικά και με έκανε ποιητή. Επαιξε καταλυτικό ρόλο. Αυτό που κυρίως επέδρασε σε μένα ήταν η φύση. Σε οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να ανθίσει η ποίηση, ακόμα και στο πιο σκληρό. Εξαρτάται από τις συνθήκες και τις ευαισθησίες που έχει αναπτύξει το κάθε άτομο».
Και πράγματι, η σκληρότητα ήταν στοιχείο της εποχής που έβγαινε από τον πόλεμο, αλλά και των κοινωνικών κωδίκων που προϋπήρχαν.
«Η τρυφερότητα εκείνα τα χρόνια ήταν κρυμμένη, όπως και τα αισθήματα γενικά. Οι άνθρωποι δεν την εκδήλωναν, έπρεπε να μαντέψεις. Αλλά, πόσο να μαντέψει ένα μικρό παιδί; Οι άνθρωποι δεν μιλούσαν πολύ. Η Κρήτη σήμερα πια για μένα είναι κυρίως μνήμες. Παιδικές κι εφηβικές –εκεί τέλειωσα και το γυμνάσιο. Την επισκέπτομαι μια φορά το χρόνο, είναι τόπος με μοναδικό φυσικό κάλλος που δυστυχώς διαρκώς καταστρέφεται. Εχει πολλές ιδιαιτερότητες με πολλά θετικά και πολλά αρνητικά, πράγμα που ίσως την κάνει και πιο ενδιαφέρουσα».
Ο Εμφύλιος στην Κρήτη
Σεβάστηκαν τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις
Η ερώτηση προς τον Χριστόφορο Λιοντάκη, άνθρωπο με ανεπτυγμένες κεραίες, για τις μνήμες και τα ακούσματα από τον Εμφύλιο μέσα στον οποίο γεννήθηκε, έρχεται με φυσικότητα. Υπάρχει άλλωστε και η γνωστή εκείνη διαφωνία για το αν υπήρξε Εμφύλιος στην Κρήτη και σε ποιο βαθμό.
«Στην Κρήτη, ο Εμφύλιος ήταν σίγουρα πιο ήπιος απ’ ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας», λέει. «Και αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι σεβάστηκαν περισσότερο τις φιλικές, οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις. Ωστόσο υπάρχουνε συγκρούσεις, απώλειες και από τις δυο μεριές. Μπαντουβάς και Ποδιάς ήταν οι δύο αντίπαλοι που έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο στον Εμφύλιο, στην Ανατολική Κρήτη ιδιαίτερα. Εγώ έχω μνήμη του Εμφυλίου. Σ’ ένα πολύ κοντινό χωριό, στους Κασσάνους, αντάρτες επιτέθηκαν στο αστυνομικό τμήμα και υπήρξαν θύματα. Θυμάμαι που το λέγανε. Θυμάμαι που κλαίγανε. Θυμάμαι υπερβολές απ’ τις διάφορες αφηγήσεις. Οπως δηλαδή ότι το ποτάμι κοκκίνισε απ’ το αίμα που χύθηκε. Υπήρχε επίσης ένας διάχυτος φόβος. Μιλούσανε για στρατιωτικά αποσπάσματα, για αντάρτες. Βέβαια δεν καταλάβαινα και πολλά».
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, πάντως, είναι σκεπτικιστής ως προς τις απόψεις εκείνες που θέλουν τη σημερινή κρίση κάτι αρκετά ασήμαντο σε σχέση με όσα πέρασαν οι άνθρωποι που έζησαν πόλεμο και Εμφύλιο.
«Σήμερα σίγουρα περνάμε μια μεγάλη κρίση. Η οικονομική κρίση διαχέεται σε όλα τα επίπεδα και επηρεάζει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ολες οι εποχές είχαν προβλήματα. Ωστόσο σήμερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι ίσως τα πιο δύσκολα και τα πιο καθοριστικά. Υπάρχει μια γενικότερη απογοήτευση, μια κατήφεια, μια απόγνωση. Εγώ θα την έλεγα ψυχική ή υπαρξιακή κρίση, που εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Χαρακτηριστικά είναι τα εγκλήματα του τελευταίου καιρού που διαπράχθηκαν. Τα περισσότερα οφείλονται σε απόγνωση».
Και πού αλλού οφείλονται όλα αυτά, πέρα από την οικονομική πτυχή που είναι, βέβαια, κυρίαρχη;
Πολιτισμός
δεν συνειδητοποιούμε
το μάταιο ούτε
για μια στιγμή»
Υπάρχει πολυδιάσπαση, υπερπληροφόρηση –μια άσκοπη σπατάλη χρόνου που δεν σου επιτρέπει να συνειδητοποιήσεις το μάταιο έστω και για
μια στιγμή. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που επηρεάζονται θετικά από ένα έργο τέχνης. Οι σειρήνες της μετριότητας και της χυδαιότητας είναι ισχυρότερες από εκείνες της ποιότητας», καταλήγει.
Χριστόφορος Λιοντάκης
Ο μεγάλος δρόμος
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2017, σελ. 184
Τιμή: 12,70 ευρώ