Το 1995, Χριστούγεννα, ο ποιητής και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας, 23 ετών τότε, αποφάσισε να πάει διακοπές στη μυθική Ταγγέρη. Εκεί συνάντησε εξίσου μυθικούς συγγραφείς: τον Πολ Μπόουλς («Τσάι στη Σαχάρα»), τον Μωχάμεντ Σουκρί («Το γυμνό ψωμί») και πριν από αυτούς, τον Ταχάρ Μπεν Τζελούν. Αυτό έγινε τυχαία. Πρώτα συνάντησε τον διάσημο μαροκινό συγγραφέα Μπεν Τζελούν, ο οποίος τον έστειλε και στους υπόλοιπους. Στο απόσπασμα που ακολουθεί παρακολουθούμε πώς προήλθε αυτή η τυχαία συνάντηση. Η εκτενής αφήγηση, συναρπαστικότατη οφείλουμε να πούμε, μπορεί να διαβαστεί ολόκληρη στο τεύχος χειμώνα του περιοδικού «(δε)κατα» που κυκλοφορεί εντός των ημερών. Ας δούμε την αρχή της:

Θα ήταν μέσα Δεκεμβρίου του 1995. Χωρισμένος, με μάνα κατάκοιτη κι άπειρα επαγγελματικά δεινά, έχοντας μόλις αποσώσει το δεύτερο πτυχίο θεατρολογίας και παλεύοντας με τα μεταπτυχιακά στο Παρίσι, αποφάσισα να ξεδώσω πηγαίνοντας για Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην μυθική Ταγγέρη. Χωρίς να έχω κάνει κράτηση σε ξενοδοχείο, χωρίς να ξέρω κανέναν, έτσι, ραντεβού στα τυφλά. (…)

Η πρώτη πτήση με άφησε στο πεντακάθαρο αεροδρόμιο της Καζαμπλάνκας. Με είχε συνοδεύσει στο διπλανό κάθισμα η ποιήτρια Ερση Λάγκε. Κίνησα να πάω στις τουαλέτες. Ομως αυτό είναι μια περιπέτεια σε μια χώρα που σε βλέπουν σαν πορτοφόλι γεμάτο συνάλλαγμα. (…)

Γύρισα στη θέση μου, σε ένα κάθισμα αναμονής κι αποφάσισα να μην το κουνήσω από εκεί μέχρι να επιβιβαστώ στην πτήση για Ταγγέρη. Εβγαλα ένα βιβλίο από τον σάκο – μάρσιπο που κουβαλώ. Ποίηση φυσικά. Η μούσα της Ποίησης Ερατώ με έσωσε κι εκείνη τη φορά. Είχα του Tahar Ben Jeloun το «Les amandiers sont morts de leurs blessures». Ο αγαπημένος μου Ταχάρ Μπεν Τζελούν. Πόσες ώρες μοναξιάς με έχει συντροφέψει με τα πεζά του. Αχ, και τι δεν θα ‘δινα για να τον συναντούσα μια μέρα. Η μυωπία μου δεν είναι καλός σύμμαχος για απρόβλεπτες συναντήσεις. Καθόταν, όπως αποδείχτηκε αργότερα, απέναντί μου, με τη γυναίκα του (μια κομψή μελαχρινή) και τον γιο του (που της έμοιαζε) και με παρατηρούσε καθώς τον μελετούσα.

Βγήκα από το αεροπλάνο σούρουπο στην Ταγγέρη. Στη διαδρομή είχα ξεκοκαλίσει τα ποιήματα του Ταχάρ Μπεν Τζελούν, που στο αεροπλάνο καθόταν ακριβώς πίσω μου, όπως μου είπε αργότερα. Κινήθηκα μηχανικά στον τελωνειακό έλεγχο, μου πάτησαν τη βίζα στο διαβατήριο, απόρησαν για άλλη μια φορά με το αραβικό επώνυμό μου (που σημαίνει «μεγάλο κεφάλι») και βρέθηκα να περιμένω ταξί που δεν έρχονταν. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, άρχιζα να απελπίζομαι, όμως ήμουν σίγουρος –τι λέω; βέβαιος, αποφασισμένος –να δω, να ζήσω και να βιώσω τις μαγικές νύχτες της Ταγγέρης. Πώς; Αυτό δεν ήξερα ακόμα, όμως φαίνεται ότι όντως το σύμπαν συνωμοτεί όταν επιθυμείς κάτι σφόδρα! Κι όταν είσαι ποιητής, βεβαίως, με ταξιαρχίες αγγέλων να σε προστατεύουν από την ελαφρομυαλιά σου!

Φτηνή σουίτα

Η λιμουζίνα που σταμάτησε εμπρός μου ήταν από αυτές που βλέπουμε μόνο σε ταινίες. Στο πλάι είχε το λογότυπο ενός μεγάλου ξενοδοχείου πέντε αστέρων. Και ο οδηγός κατέβηκε για να πάρει τις αποσκευές μου! Δεν πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ. Δεν είχα καμία πρόθεση άλλωστε. Η εναλλακτική ήταν να κοιμηθώ στο αεροδρόμιο. Κάθισα και υπάκουσα στην πορεία που είχε προαποφασιστεί για μένα. Ο οδηγός δεν ήταν –όπως βιάστηκε να μου διευκρινίσει –οδηγός, αλλά ο ιδιοκτήτης αυτής της μεγάλης αλυσίδας ξενοδοχείων και «να μην ανησυχώ», θα μου έδινε μια σουίτα σε πολύ λογική τιμή, με διαβεβαίωσε χαμογελώντας. Χαμογέλασα κι εγώ, δήθεν ανακουφισμένος, κρύβοντας την ενδόμυχη ανησυχία μου.

«Πώς σας φάνηκε το βιβλίο που διαβάζατε;» με ρώτησε μια φωνή πίσω από το φιμέ τζάμι των επιβατών. Κοίταξα στο καθρεφτάκι αλλά δεν κατάφερα να διακρίνω φυσιογνωμίες. Ενας άντρας, μία γυναίκα κι ένα παιδί. Ο οδηγός με κοίταξε παρακλητικά, του στυλ: «Προσέξτε τι θα πείτε!», αλλά εγώ δεν χαμπαριάζω από αυτά. Το κριτικό μου πνεύμα μεγάλους πονοκεφάλους μου προκάλεσε και σε μεγάλους μπελάδες με έβαλε, από το νηπιαγωγείο μέχρι το μεταπτυχιακό της Σορβόννης: «Αδύνατα, πολύ αδύνατα αυτά τα ποιήματα. Νεο-ρομαντικά, χωρίς νεύρο, χωρίς δύναμη. Αντίθετα, από τα πεζά του, που τα λατρεύω και τα ξεχωρίζω ανάμεσα στα καλύτερα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα!». Αυτό το δεύτερο κομμάτι με έσωσε. Η τεχνική της κρέπας, που λέω εγώ: πρώτα «θάβεις» και μετά εξυμνείς, λέγοντας και κάποια θετικά. Σιωπή. Κενό. Ενιωθα τέσσερα ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Και κατάλαβα –επιτέλους –πως είχα κάνει γκάφα. Ευτυχώς ένας αντιπερισπασμός στον δρόμο έσωσε τα προσχήματα. Αμέσως μετά ο οδηγός, με άλλη, πιο βαριά φωνή, δήλωσε αργά και καθαρά: «Ηρθα να πάρω τον φίλο μου τον Ταχάρ Μπεν Τζελούν από το αεροδρόμιο, τιμητικά, καταλαβαίνετε, δεν είμαι οδηγός εγώ, και να τον οδηγήσω στο σπίτι του, στην Ταγγέρη. Εννοείται, ότι στο ξενοδοχείο μας υπάρχει πάντα μία σουίτα στο όνομά του, ειδικά την Πρωτοχρονιά! Σε αυτή τη σουίτα θα μείνετε εσείς για όσες μέρες θέλετε». Ντράπηκα. Καταντράπηκα. Γιατί δεν το βούλωνα; Γιατί δεν το έραβα το ρημάδι; Ποιος με είχε διορίσει κριτή των πάντων; Ηταν πολύ αργά όμως πια για να τα μαζέψω. «Τη φτυσιά όταν τη ρουφήξει η γης δεν την παίρνεις πια πίσω», έλεγε η πάνσοφη γιαγιά μου, η Αγγελική.

Η διαδρομή πέρασε στα μουγκά. Οταν όμως σταματήσαμε και όρμισαν οι κούληδες για να μου πάρουν τις βαλίτσες και βγήκε κι ο οδηγός που δεν ήταν οδηγός… ο Ταχάρ Μπεν Τζελούν κατέβασε το τζάμι του και μου είπε: «Χάρηκα που σας γνώρισα. Θα περάσω αύριο στις 11 το πρωί από το ξενοδοχείο για να πιούμε τσάι».

Περιοδικό

(δε)κατα

Τεύχος 52,

χειμώνας 2017,

σελ. 192

Τιμή: 9 ευρώ

Κυκλοφορεί

σε λίγες μέρες