Ο ένας κουτσαίνει όπως τόσοι και τόσοι βετεράνοι πολέμου. Ο άλλος λιποθυμάει κάθε τόσο και, όταν ξυπνάει, προσφωνεί τον στρατηγό του. Ο τρίτος ατενίζει τον κόσμο με τα στρατιωτικά κιάλια του, ίσως γιατί είναι αγοραφοβικός, ενώ και οι τρεις περνούν τις μέρες τους στην ταράτσα ενός γηροκομείου υπερασπιζόμενοι το δικαίωμά τους να την απολαμβάνουν ανενόχλητοι: «δεν είναι κανένα μπουρδέλο εδώ», λένε. Η αποφασιστικότητά τους βέβαια ωχριά ακόμα και μπροστά στη φυσική ομορφιά που αντικρίζουν –«κοίτα τι επιβλητικές που είναι αυτές οι λεύκες», μονολογούν. «Οχι σαν εμάς».
Εστω κι έτσι, ανανεώνονται όταν ακούν για κοπέλες «ολόφρεσκες σαν μαργαρίτες», δένονται μεταξύ τους με κάτι παραπάνω από ένα σκοινί ορειβασίας, και, επιδίδονται σε ασκήσεις επί χάρτου για μια απόδραση που, αν εξασφαλίσουν ζεστές και ελαφριές κουβέρτες, θα τους οδηγήσει στη Γαλλική Ινδοκίνα και στην ελευθερία. Είναι οι «Ηρωες» του Ζεράλντ Σιμπλεϊράς, τρεις γκρινιάρηδες, απόμαχοι στρατιωτικοί, που αναπολούν δόξες κάποιου παλιού πολέμου, ονειρεύονται αποδράσεις και που από σήμερα ανεβαίνουν στη σκηνή του Νέου Θεάτρου Κατερίνα Βασιλάκου, σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Φέρτη, τον Δημήτρη Πιατά και τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη.
Το έργο γράφτηκε το 2003, έκανε πρεμιέρα στο Théâtre Montparnasse, παρουσιάστηκε στο West End του Λονδίνου σε απόδοση του Τομ Στόπαρντ, ενώ ανέβηκε και στη Ρωσία σκηνοθετημένο από τον Ρίμας Τούμινας. Η ελληνική εκδοχή είναι μεταφρασμένη από τη Μαριάννα Τόλη και οι πρόβες για το ανέβασμά της στο Κατερίνα Βασιλάκου έμοιαζαν τις τελευταίες μέρες να κυλούν όπως και το κείμενο: αβίαστα και γλυκά. Οι όποιες εκκρεμότητες, στην αποστήθιση των ρόλων ή στο φινίρισμα των σκηνικών, δεν στερούσαν το γέλιο ή τη συγκίνηση από μια κωμωδία ικανή να μετουσιώσει τρεις απλούς ανθρώπους σε έστω κατά φαντασίαν ήρωες.
Είναι ίσως εκείνο το χαρακτηριστικό του έργου που έκανε τον Μιλιβόγεβιτς να δεχθεί με χαρά την πρόταση της Τόλη για το ανέβασμά του. «Μου άρεσε πολύ το αξιαγάπητο και απλό χιούμορ του» έλεγε ο σέρβος σκηνοθέτης στα «Πρόσωπα», στο τέλος μιας δοκιμής. «Εχω καιρό να διαβάσω τόσο ωραία κωμωδία. Κι από την πρώτη ανάγνωση είδα το έργο να “δουλεύει” – είδα πολλές δυνατότητες για ιδέες και προσαρμογές. Εξάλλου, κεντρικός πρωταγωνιστής του είναι ο χρόνος: το παρελθόν, το τώρα, η πραγματικότητα και το μέλλον. Και η πιο μαγική στιγμή είναι όταν αυτοί οι τρεις χρόνοι γίνονται ένας».
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ. Ο Δημήτρης Πιατάς υποδύεται τον Ρενέ. Ο ήρωάς του κρύβει έναν αποτυχημένο ποιητή, έναν ερωτευμένο απόστρατο με το σύνδρομο του σαιξπηρικού Ρωμαίου, που παρότι επιδίδεται σε όσες τέλος πάντων ραδιουργίες χωράει μια ταράτσα γηροκομείου, πιστεύει σαν παιδί στη συντροφικότητα. «Είναι το μυστικό της παράστασης» λέει ο ηθοποιός, το οποίο αποκαλύπτεται κατά τη γνώμη του μέσα από την απλότητα της σκηνοθετικής προσέγγισης ή από κειμενικά ευρήματα όπως εκείνο το ορειβατικό σκοινί που σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν οι τρεις φίλοι και που παραπέμπει σε ομφάλιο λώρο ή στο σκοινί που συγκρατεί τον αστροναύτη. «Νομίζω ότι το έργο, μόνο κωμωδία δεν είναι», λέει ο Πιατάς. «Ή, όπως συμβαίνει κι αλλού, το κωμικό εδώ βρίσκεται πέραν του τραγικού».
Ο Γιάννης Φέρτης υποδύεται τον Φερνάντ. Εξαιτίας ενός τραύματος στο κεφάλι χάνει συχνά τις αισθήσεις του και είναι ο πιο αδύναμος, ο πιο δειλός από όλους –φοβάται ακόμα και ένα μαρμάρινο σκύλο που συμπληρώνει τη συντροφιά ή, ακόμα χειρότερα, την αυστηρή αδελφή του γηροκομείου. Πότε παίρνει το μέρος του Ρενέ, πότε του Γκουστάβ, πιστεύοντας όμως στο μεταξύ τους δέσιμο. «Αν δεν υπήρχε η συντροφικότητα, δεν θα υπήρχε ιστορία» λέει ο Φέρτης. «Είναι ένα ευαίσθητο έργο. Ειδικά με την τελευταία σκηνή, συγκινούμαι ήδη από τις πρόβες».
Δεν χρειάζεται να την αποκαλύψουμε. Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης πάντως, ο Γκουστάβ της υπόθεσης, την βρίσκει επίσης δυνατή. Ο δικός του ήρωας, ο νεότερος της παρέας και ο πιο «στρατιωτικοποιημένος», είναι ένας πικραμένος άνθρωπος, χωρίς οικογένεια, που δεν βαστάει να έχει τόσα παράσημα από μάχες, αλλά να του λείπουν δικοί του άνθρωποι -ίσως εκεί οφείλεται κι η αγοραφοβία του. Είναι κι εκείνος τραγικός χαρακτήρας, «όταν όμως μια κωμωδία διαθέτει βάθος και ποίηση, γίνεται πιο τρυφερή. Η συγκεκριμένη δεν έχει φαρσικά στοιχεία. Θα προκαλέσει ευφορία και γέλιο, αλλά με μια γλυκύτητα».«Υπάρχει φυσικά μια κάποια θλίψη», εξηγεί ο Μιλιβόγεβιτς. «Πρόκειται για ένα είδος χιούμορ που δεν είναι καθόλου μπανάλ. Με έναν τρελό τρόπο, το έργο είναι μια μείξη του Μπέκετ και του “Περιμένοντας τον Γκοντό” με το χιούμορ του Ιονέσκο. Υπάρχουν πολλά στοιχεία παραλόγου κι είναι ακριβώς το χιούμορ που προτιμώ. Ειδικά οι χαρακτήρες του, δεν έχουν απαραιτήτως κάτι το ιδιαίτερα ξεχωριστό. Σημασία έχει η απλότητά τους. Αυτή ήταν η βασική οδηγία που έδωσα στους ηθοποιούς».
Είναι όμως, χαρακτήρες, όπως λέμε, επίκαιροι; «Θα μπορούσα να πω ότι οι σύγχρονοι “Ήρωες” είναι άνθρωποι μόνοι και ηλικιωμένοι», αποκρίνεται ο Μιχαηλίδης, «ξέρω όμως και πολλούς νέους που είναι εγκλωβισμένοι σε γηροκομεία». Για τον Πιατά, ένα στοιχείο που τη διασώζει τη χώρα όπου ζει από τη φανερή χρεοκοπία είναι η συντροφικότητα των ανθρώπων: «λειτουργεί σαν αντιβιοτικό στην κρίση». Ενώ για τον Φέρτη, ήρωες σαν εκείνους του Σιμπλεϊράς, τους τρεις γκρινιάρηδες βετεράνους που σχεδιάζουν απόδραση ενώ δεν μπορούν να κουνηθούν έστω κι ένα μέτρο, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. «Και είναι και αγαπητοί. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς έχουν πετύχει, αλλά τους κάνουμε κέφι. Εχουν μια τάση φυγής. Αλλά τελικά δεν φεύγουν ποτέ».