Γουόρεν Μπίτι
Ο ανατρεπτικός του συστήματος
Η δεκαετία του 1960 βρήκε τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο σε ένα παράδοξο τέλμα: όλες οι μεγάλες παραγωγές τους «έκλειναν κάστρα» (για να χρησιμοποιήσουμε την πρέπουσα ορολογία), είτε αυτές ήταν μιούζικαλ είτε επικά γουέστερν –είδη που έφερναν κόσμο στις αίθουσες από τη γένεση της κινηματογραφικής τέχνης. Και τελικά, το Χόλιγουντ θα άλλαζε γραμμή χάρη σε μια ομάδα ανθρώπων που πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Ο Γουόρεν Μπίτι, για παράδειγμα, ήταν, εκτός από πρωταγωνιστής, και παραγωγός του «Μπόνι και Κλάιντ», σε ηλικία μόλις 29 ετών. Πριν από την έναρξη της πρώτης, δοκιμαστικής προβολής του, ο ηλικιωμένος Τζακ Γουόρνερ, επικεφαλής του στούντιο, τον ενημερώνει: «Αν σηκωθώ να κατουρήσω, σημαίνει πως βαριέμαι». Μέχρι το τέλος του φιλμ, έχει αφήσει τον μικρό θάλαμο προβολών για την «ανάγκη» του εννέα φορές. Μετά τη θεαματική εκτέλεση του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και τους τίτλους τέλους, γυρίζει και ρωτά τον Μπίτι: «Τι στο διάολο ήταν αυτό;». «Κύριε Γουόρνερ», απαντά ο Μπίτι, «αυτό ήταν ένας φόρος τιμής στα σπουδαία γκανγκστερικά φιλμ που γυρίστηκαν στα στούντιό σας τη δεκαετία του 1930». Λέει ψέματα, και το ξέρει. Αλλωστε το σενάριο είχε αρχικά προταθεί στους Ζαν-Λικ Γκοντάρ και Φρανσουά Τριφό που ανακάλυπταν νέους, συγκλονιστικούς δρόμους για το σινεμά εκείνα τα χρόνια. Ο Μπίτι θα συνεχίσει με επιλογές εξαιρετικές και θα εξελιχθεί ο ίδιος σε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του, όπως μαρτυρά το εμβληματικό αριστούργημα «Οι κόκκινοι», παραγωγής 1981.
Τζακ Νίκολσον
Ο ανένταχτος ήρωας
Τη χρονιά εξόδου του «Μπόνι και Κλάιντ», το 1967 δηλαδή, ένας άλλος ηθοποιός συναντά φιλόδοξο νεαρό συνάδελφό του, που προσπαθεί να σκηνοθετήσει ο ίδιος ένα φιλμ «καθοριστικό για τη γενιά μας». Εκεί, ο πρώτος, δηλαδή ο Τζακ Νίκολσον, δίνει την πρώτη σημαντική ερμηνεία της καριέρας του σε ένα φιλμ που κανένα μεγάλο στούντιο δεν θέλει να αναλάβει. Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Ντένις Χόπερ αναγκάζεται να φιλμάρει τον «Ξένοιαστο καβαλάρη» για ένα αστείο ποσό (400.000 δολάρια), ο Τζακ Νίκολσον όμως βλέπει μακρύτερα απ’ όλους («η πρώτη προβολή του φιλμ στις Κάννες δικαίωσε όλες τις προσδοκίες μου» θα πει μετά). Ενσαρκώνοντας τον δικηγόρο Τζορτζ Χάνσον, ο Νίκολσον κερδίζει την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ (βρισκόμαστε πια στο έτος 1969) και η ταινία –που τον έχει αναγάγει σε αστέρι πρώτου μεγέθους –σημειώνει εισπράξεις 40 εκατομμυρίων δολαρίων. Τα στούντιο αρχίζουν να τρίβουν τα μάτια τους. «Αυτοί οι πιτσιρικάδες αντιλαμβάνονται κάτι που μας διαφεύγει» σκέφτονται. Και μάλλον έχουν δίκιο. Ο Νίκολσον έχει μετατραπεί ο ίδιος σε ένα σύμβολο, μέσα από ταινίες όπως «Πέντε εύκολα κομμάτια» και «Στη φωλιά του κούκου», το σύμβολο ενός ανένταχτου ήρωα σε μια Αμερική που αναζητά απεγνωσμένα μια κάποια κοινωνική συνοχή. Θα αποδειχθεί όμως και εξαιρετικό «εργαλείο» στα χέρια κορυφαίων σκηνοθετών, στο «Τσάιναταουν» του Πολάνσκι, στη «Λάμψη» του Κιούμπρικ, ακόμα και στο «Departed» του Σκορσέζε ή το «Σχετικά με τον Σμιντ» του Αλεξάντερ Πέιν. Το τρελό, διαπεραστικό του βλέμμα γίνεται το σήμα κατατεθέν του.
Οσκαρ για μια “πόρνη”
Εκτός από τους Νίκολσον και Χόφμαν, στον «Ξένοιαστο καβαλάρη» πρωταγωνιστεί και ο Πίτερ Φόντα που, τη χρονιά εξόδου του φιλμ στις αίθουσες, βλέπει μια άλλη, εντελώς ανεξάρτητη παραγωγή να ξεσηκώνει τους νεότερους σινεφίλ. Ο τίτλος της, «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν». Στον πρώτο ρόλο, η αδελφή του, η Τζέιν Φόντα, που κάνει το πρώτο ουσιαστικό βήμα της καριέρας της, μακριά από γλυκανάλατες εμφανίσεις σε ταινίες σαν το «Κατ Μπαλού» και το «Ξυπόλητοι στο πάρκο». Εδώ αποδεικνύει πως είναι, πρωτίστως, δραματική ηθοποιός. Στην αρχή αρνείται τον ρόλο, φοβούμενη πως ο χαρακτήρας ξεπερνά τα κυβικά της, ο τότε σύζυγός της όμως, ο σκηνοθέτης Ροζέρ Βαντίμ, την πείθει να το ξανασκεφτεί. Η ταινία φτάνει στις Κάννες το 1970, και το 1971 η Φόντα κερδίζει το Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στο «Klute» του Αλαν Πάκουλα, στον ρόλο μιας πόρνης. Εναν χρόνο αργότερα –και ενώ οι δηλώσεις της ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, σε συνδυασμό με φωτογραφίες της ίδιας στο Ανόι, ξεσηκώνουν πλήθος διαμαρτυριών –εμφανίζεται στο «Ολα πάνε καλά», σε σκηνοθεσία Ζαν-Λικ Γκοντάρ, στο πλευρό του Ιβ Μοντάν. Θα «σνομπάρει» το Χόλιγουντ μέχρι το 1977. Η επιστροφή της στην κωμωδία «Fun with Dick & Jane» (στον ρόλο μιας κλέφτρας τραπεζών!) θα σημάνει και μια χαρακτηριστική αλλαγή πλεύσης σε φιλμ ευρέως αποδεκτά –τη δεκαετία του ’80 μάλιστα δεν θα διστάσει να κυκλοφορήσει και μια υπερεπιτυχημένη σειρά βιντεοκασετών με… αεροβικές ασκήσεις.
Ντάστιν Χόφμαν
Ηθοποιός αξιώσεων
Το μόνο που ενδιέφερε τον Χόφμαν ήταν η μουσική. Γεννημένος (όπως και οι τρεις προηγούμενοι) το 1937, στο Λος Αντζελες της Καλιφόρνιας, γιος μιας σπουδαίας τζαζ πιανίστριας (Λίλιαν Γκολντ), ο Χόφμαν πέρασε ατελείωτες ώρες πάνω από τα πλήκτρα του πιάνου, για να τα παρατήσει χρόνια αργότερα. «Δυστυχώς, δεν είχα το μουσικό αφτί της μητέρας μου» θα δηλώσει στη συνέχεια, ακολουθώντας μια νέα του αγάπη: το θέατρο. Από μια ειρωνεία της τύχης, ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς, που μόλις είχε κερδίσει Οσκαρ για την ταινία του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1966), τον περνάει από οντισιόν για ένα μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Ο Χόφμαν αποδεικνύεται «θεόφαλτσος» αλλά «εξαιρετικός στις δραματικές στιγμές» –σε τέτοιο βαθμό που ο σκηνοθέτης τον επιλέγει για τον πρώτο ρόλο στον «Πρωτάρη» το 1968. Ξαφνικά το κοινό βλέπει έναν ηθοποιό που δεν έχει το παρουσιαστικό του Κάρι Γκραντ ή του Ερολ Φλιν –ή έστω του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (για τον οποίο επίσης ακουγόταν πως είναι «κοντός και άσχημος» στις πρώτες του εμφανίσεις). Βρίσκεται υποψήφιος για Οσκαρ, αλλά εγκαταλείπει αμέσως το Χόλιγουντ και επιστρέφει στο σανίδι, λέγοντας στους κολλητούς του (τον Τζιν Χάκμαν και τον Ρόμπερτ Ντιβάλ) πως δεν πρόκειται να «ξεπουληθεί». Δύο χρόνια μετά όμως πείθεται να επιστρέψει στα κινηματογραφικά πλατό για τον «Καουμπόι του μεσονυκτίου» (1969), για τον οποίο βρίσκεται και πάλι υποψήφιος για Οσκαρ. Η ταινία κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, η μόνη ταινία με τον χαρακτηρισμό «Χ» (αυστηρώς ακατάλληλη) που έχει κατορθώσει κάτι τέτοιο. Αφοβος και αφοσιωμένος ως «Λένι ο βρωμόστομος», ως «Μεγάλο ανθρωπάκι» αλλά και ως προστάτης της βιασμένης συζύγου του στα «Αδέσποτα σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα, θα κλέψει την παράσταση και στα 80s ως «Τούτσι».
Οι αντιήρωες σήμερα
Ο Γουόρεν Μπίτι εγκατέλειψε τη φήμη του μεγάλου γυναικά το 1992, όταν δηλαδή παντρεύτηκε την Ανετ Μπένινγκ. Σκηνοθέτησε πέρυσι το «Rules don’t apply», μια ταινία βασισμένη στη ζωή του μεγιστάνα Χάουαρντ Χιουζ, που όμως γνώρισε παταγώδη εμπορική αποτυχία –η δε εμφάνισή του στα Οσκαρ (παρέα με τη συμπρωταγωνίστριά του στο «Μπόνι και Κλάιντ» Φέι Ντάναγουεϊ) συνέπεσε με το «φιάσκο» τής, κατά λάθος, βράβευσης του «La la land». Ωστόσο, μην ξεχνάμε πως το 1998 σκηνοθέτησε το «Bullworth», αναμφίβολα μία από τις καλύτερες αμερικανικές ταινίες των τελευταίων τριάντα ετών. Ο δε Τζακ Νίκολσον υποτίθεται πως εγκατέλειψε την υποκριτική το 2010, πριν από λίγους μήνες όμως ανακοινώθηκε πως θα πρωταγωνιστήσει στο αμερικανικό (και ελπίζουμε μικρότερο σε διάρκεια) ριμέικ του γερμανικού φεστιβαλικού σουξέ «Τόνι Ερντμαν». Η Τζέιν Φόντα πάλι, σίγουρα η πιο «αγέραστη» της παρέας, αλλά και η πιο μαχητική, στήριξε τον Μπέρναρντ Σάντερς στις αμερικανικές εκλογές, εκφράζει με κάθε ευκαιρία τη στήριξή της στην Παλαιστίνη, ενώ δηλώνει αντίθετη με το σημερινό «τρίτο ρεύμα φεμινισμού». «Πρόκειται για μασκαρεμένη μισανδρία» δηλώνει, προσθέτοντας πως «το ζήτημα είναι να βοηθήσουμε τους άνδρες να καταλάβουν γιατί νιώθουν να απειλούνται τόσο πολύ από μια ισχυρή γυναίκα –όχι να τους αντιμετωπίζουμε ως εχθρούς μας, καθώς και οι ίδιοι τελικά είναι θύματα». Ο Χόφμαν, τέλος, άργησε πολύ να «ρίξει» το σοβαρό προφίλ του, πρωταγωνιστώντας σε κωμωδίες σαν το «Little Fockers» και χαρίζοντας τη φωνή του στα καρτούν της σειράς «Κουνγκ Φου Πάντα»! Δεν ξέρουμε αν παραμένουν το ίδιο «κακά παιδιά» όπως και τότε. Αφησαν όμως μια κληρονομιά που κανένας σύγχρονος συνάδελφός τους δεν δείχνει πρόθυμος να συνεχίσει.