«Το βασικό πρόβλημα είναι πως όλοι έχουμε μία μόνο ζωή. Είμαι αισιόδοξος. Δεν ξοδεύω όλον αυτόν τον χρόνο και την ενέργεια για να κάνω ταινίες, ώστε να σας δείξω πως είμαι απαισιόδοξος». Λόγια του Μπέλα Ταρ που με το «Αλογο του Τορίνο» υπέγραψε και την τελευταία ταινία της καριέρας του, καθώς αμέσως μετά δήλωσε πως, με αυτό το φιλμ, είπε όλα όσα είχε να πει. Βλέποντάς το, καταλαβαίνεις πως δεν υπερβάλλει. Σημαντικό να θυμόμαστε πως η ποιότητα ενός έργου τέχνης δεν καθορίζεται από τη φανέλα του. Σημασία δεν έχει τι επιλέγεις να υπηρετήσεις, αλλά πόσο ικανός είσαι σ’ αυτό. Τα υπόλοιπα υπάγονται στη μεγάλη αρρώστια αυτής της χώρας, την ποδοσφαιροποίηση των πάντων (ο Βασίλης Ραφαηλίδης έγραφε πως «η ποδοσφαιροποίηση των πάντων αρχίζει με την ποδοσφαιροποίηση των τεχνών, ακριβώς επειδή το ποδόσφαιρο είναι ένα φορμαλιστικό παιχνίδι που όμως δεν εκπαίδευσε κανέναν στην κυρίως ειπείν αισθητική» –φυσικά, είχε απόλυτο δίκιο). Ο κύριος Ταρ λοιπόν είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που βλέπει μονάχα σκοτάδι. Οπου η ευφυΐα του συναγωνίζεται μονάχα την ειλικρίνειά του. Και εδώ είναι όλο το δράμα. Ακριβώς επειδή ο Μπέλα Ταρ είναι ειλικρινής, η ταινία του ξεκινά από ένα εντελώς φανταστικό γεγονός: το 1889 και σε ηλικία 45 ετών, ο γερμανός φιλόσοφος Νίτσε γίνεται μάρτυρας του μαστιγώματος ενός γέρικου αλόγου, ενώ ταξιδεύει στο Τορίνο της Ιταλίας. Κλαίγοντας, το αγκαλιάζει για να το προστατέψει, και στη συνέχεια, καταρρέει στο έδαφος. Σε λιγότερο από ένα μήνα, στον Νίτσε θα διαγνωστεί σοβαρή ψυχική ασθένεια που θα τον κρατήσει κλινήρη για τα επόμενα έντεκα χρόνια μέχρι τον θάνατό του. «Για το άλογο όμως, δεν μάθαμε τίποτα» ολοκληρώνει την off αφήγηση ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αμέσως σκάει στην οθόνη μια μεγαλειώδης σεκάνς: το μονοπλάνο του αλόγου που χτυπά αλύπητα ο άνεμος (ο μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας), όπως αυτό τρέχει προς το μέρος μας και, στη συνέχεια, προς τα αριστερά της οθόνης, με την κάμερα να το παρακολουθεί.

Μεταφερόμαστε στη καθημερινότητα του ηλικιωμένου οδηγού, και της εγγονής του. Μένουν σε ένα απόμακρο σπίτι και η ρουτίνα τους αγγίζει τα όρια του ελάχιστου. Ξυπνούν, εκείνη τον βοηθά να ντυθεί (το δεξί του χέρι είναι αγκυλωμένο) και ετοιμάζει το δείπνο τους. Οπως κάθε μέρα. Δεν υπάρχει πια κάτι να ειπωθεί. Περνούν 20 λεπτά μέχρι να ακουστεί μια λέξη. Σταδιακά όμως αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά. Η καταιγίδα μαίνεται. Το άλογο αρνείται να σύρει το κάρο. Στη συνέχεια, αρνείται και να τραφεί. Το πηγάδι στερεύει. Ξαφνικές επισκέψεις προκαλούν ταραχή και χάος. Το τέλος του Κόσμου προμηνύεται όχι με εικόνες αποκάλυψης, «όχι με έναν κρότο, αλλά με ένα κλαψούρισμα». Μ’ ένα λυχνάρι που σβήνει. Στο «Κατά Φιλοσόφων», ο Νίτσε γράφει: «Διαγράψαμε τον πραγματικό κόσμο: τι κόσμος μας μένει; Ο φαινόμενος κόσμος ίσως; Μα όχι! Γιατί μαζί με τον πραγματικό κόσμο διαγράψαμε και τον φαινόμενο». Φαινόμενος κόσμος: ο, ας τον πούμε, πνευματικός. Με την κάμερα του Μπέλα Ταρ να καταγράφει μια σταδιακή βύθιση στο σκότος, το Τέλος δηλαδή ενός πολιτισμού ούτως ή άλλως παρακμάζοντος, όπου κάθε επίτευγμα είναι από άχρηστο έως ανύπαρκτο. Η δε επίσκεψη ενός χωρικού δίνει το έναυσμα για έναν μονόλογο όπου αναπτύσσεται πλήρως η νιτσεϊκών αποχρώσεων «μαυρίλα» του Ταρ –ή μήπως ο επισκέπτης είναι ο ίδιος ο Οσβαλντ Σπένγκλερ, που πάτησε πάνω στη νιτσεϊκή προβληματική για να γίνει ο ίδιος ένας προάγγελος του τέλους του Κόσμου; Ισως σας ακούγονται βαριά και φλύαρα όλα αυτά, όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εφηβικό μηδενισμό της πλάκας, αλλά με ένα φιλμ –ογκόλιθο, που υψώνεται και πλακώνει κάθε αντίσταση, κάθε θετική σκέψη, κάθε θεωρητικό ξεγλίστρημα. Αυτοί οι δυο μοναχικοί ήρωες στέκουν ως σύμβολα ενός πολιτισμού που εγκαταλείπει τη ζωή και ταυτόχρονα εγκαταλείπεται από αυτήν. Και ναι, ομολογώ πως ταινίες σαν το «Αλογο του Τορίνο», προσωπικά, μου μαυρίζουν την ψυχή. Μου θυμίζουν όμως πως το σινεμά, εκτός από μέσο ψυχαγωγίας, είναι και μια μεγάλη αισθητική απόλαυση. Ακόμα κι όταν είναι βουτηγμένο στον θάνατο. Τον θάνατο ως μοναδική ελπίδα εκείνων που έπαψαν πια να ελπίζουν.