Θέλω να μου δοθεί η χάρη να αναποδογυρίσω τους κανόνες της δημοσιογραφίας και να ξεκινήσω από τα συμπεράσματα. Θα με νιώσετε όσοι τις τελευταίες 30 ημέρες πριν από τον Μαραθώνιο της Αθήνας ακούγατε συγγενείς ώς τρίτο βαθμό, φίλους και εχθρούς να σας αποθαρρύνουν επειδή δεν είχατε τρέξει ούτε ένα τριαντάρι παρά μόνο δεκάρια, ημιμαραθώνιους και ψιλοανηφόρες. «Πού πας ρε απροπόνητος στ’ αγκάθια;» ήταν η μόνιμη επωδός, λες και απευθύνονταν σε επίδοξο ρέκορντμαν της Βοστώνης. Μεταξύ μας, δίκιο είχαν, αλλά αν το ομολογήσουμε από την αρχή, τι θα ‘χουμε να λέμε για τα υπόλοιπα 42 χιλιόμετρα με τους «συνένοχους» δρομείς;
Η κατάλληλη δοσολογία

Ναι, ξέρω, η εμπειρία της διαδρομής μετράει. Αλλά αν είναι να ξυπνήσει κανείς όταν ακόμη η σεροτονίνη βρίσκεται στα έγκατα των κυττάρων του για να απολαύσει το αττικό τοπίο, την επόμενη φορά θα προτιμήσω το τελεφερίκ της Πάρνηθας. Προφανώς η εμπειρία μετράει, αλλά για τους λάθος λόγους. Προσωπικά –και ελπίζω ότι έτσι εκπροσωπώ την περήφανη φυλή των απροπόνητων ερασιτεχνών –δεν ήθελα με τίποτε να χάσω το πείραμα: ποια είναι η δοσολογία μαζοχισμού, σαδισμού και αυτοταπείνωσης την οποία αντέχει ο οργανισμός πριν παραλύσουν τα πόδια.
Ετσι κι αλλιώς, από ένα σημείο κι έπειτα μόνο να περπατήσει μπορεί κανείς (κι αυτό μπορεί να είναι ευφημισμός, εδώ που τα λέμε). Αυτό το σημείο πάντως δεν είναι άλλο από την Πλατεία της Αγίας Παρασκευής (33ο χιλιόμετρο). Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά, κάπου εκεί τελειώνει η αντοχή ενός ημι-προπονημένου δρομέα και η σαρξ παραμένει απρόθυμος. Καλά να ‘ναι η ενδυνάμωση στο γυμναστήριο τουλάχιστον που βοήθησε στην καρδιαγγειακή αντοχή. Αλλά τι να την κάνεις την πρόσληψη οξυγόνου όταν οι τετρακέφαλοι και τα γόνατα δηλώνουν «στάση εργασίας» επ’ αόριστον;
Αιωνιότητα και δύο χιλιόµετρα

Εστω κι έτσι, ξεκίνησα τη μεγάλη κάθοδο της Μεσογείων νιώθοντας ότι οι φουσκάλες από τα δάχτυλα λίγο ακόμη και θα καλύψουν το μετατάρσιο. Το ψυκτικό που μου έριξε ένας αστυνομικός ήταν σαν πούδρα πάνω σε ξύλο. Κάπου εδώ ξεκίνησε, έτσι κι αλλιώς, η παραίσθηση του «λίγο ακόμη και φτάνετε», την οποία μόνο με ένα άλλο σύνδρομο μπορώ να παρομοιάσω: με το «σύνδρομο της Θεσσαλονίκης». Είναι αυτό που πιάνει όλους τους φοιτητές, σπουδαστές και εποχούμενους μετά τα διόδια των Μαλγάρων, όταν νιώθουν ότι έχουν φτάσει στην πόλη, αλλά η πόλη απέχει ακόμη καμιά ώρα. Και αυτό που επανέρχεται στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου, όταν και πάλι νιώθουν ότι θα απλώσουν το χέρι και θα πιάσουν τον Λευκό Πύργο. Πίστεψα κι εγώ πολλές φορές ότι μετρώντας τα χιλιόμετρα και όλες τις πιθανές υποδιαιρέσεις τους θα έφτανα πιο κοντά στο Μέγαρο Μουσικής (40ό χιλιόμετρο). Οπότε το Καλλιμάρμαρο θα ήταν ζήτημα λεπτών. Υστερα από την προσωπική εμπειρία –στην οποία πρέπει να προσθέσω ένα χιλιάρι ντεπόν που πήρα το πρωί για τον φόβο επαπειλούμενης ίωσης, πόνους στη μέση και κάτι άλλα ανατομικά δικά μου –διεκδικώ βραβείο για τον ορισμό της αιωνιότητας. Οπου αιωνιότητα είναι η απόσταση δύο χιλιομέτρων και κάτι που πρέπει να διανύσει ερασιτέχνης δρομέας για να εισέλθει στο Στάδιο με καμένους προσαγωγούς και τετρακέφαλους, που δεν δέχονται καμία εντολή από τον εγκέφαλο.

PLAYLIST ΑΝΤΟΧΗΣ
«Στράτα τη στράτα, σου το ‘χω πειφεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή»
Παίζει επίσης να κερδίζω με διαφορά Κενυάτη το χρυσό μετάλλιο διπολικού δρομέα λόγω των μουσικών επιλογών που φόρτωσα στο κινητό μου. Με το που τελείωνε το «Windmills of your mind» του Λεγκράν ξεκινούσε η Αρβανιτάκη «Του πόθου τ’ αγρίμι» και πριν σαρώσει ο Μπιθικώτσης «Σε τούτο το στενό» άκουγα το «She’s like a rainbow» των Ρόλινγκ Στόουνς. Οι καλύτερες επιλογές, όμως, αποδείχθηκαν άλλες. Λίγο πριν από το 21ο χιλιόμετρο ταυτίστηκα για πρώτη φορά τόσο πολύ με τον μεγάλο Μητροπάνο και μάλιστα σ’ ένα τραγούδι που γενικώς δεν πολυχαρίζω: «Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό», στίχος που σβήστηκε με τις πρώτες σταγόνες από το μπουκαλάκι νερό που βρήκα στο επόμενο σταντ. Προφανώς ήταν περιττή οποιαδήποτε άλλη πλειοδοσία του τύπου «Μια στάση εδώ, να βγω στο δρόμο να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο», το οποίο πέρασα σε fast forward για να καταλήξω «Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω…» από τα «Τραγούδια για τους μήνες». Νομίζω ότι άφησα την playlist να σβήσει με το ηρωικά πεσιμιστικό «Στράτα τη στράτα, σου το ‘χω πει/ φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή» για να καταλήξω ξέπνοος στο «Alabama song» των Doors: «Show me the way to the next whisky bar» –το οποίο ευχαρίστως θα έπινα ύστερα από την ανοικονόμητη πρόσληψη μπανάνας και ισοτονικών.
«Και τότε, γιατί πήγες;» θα αναρωτηθούν οι αναγνώστες και με το δίκιό τους. Ας είμαστε ειλικρινείς: φτάνει κάποτε μια στιγμή που θέλεις να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι δεν θα τσαλακωθεί ο εγωισμός σου εάν δεν ακολουθήσεις την πεπατημένη. Μακριά από μένα οι οδηγοί αυτοβοήθειας, αυτοβελτίωσης και αυτοεξόντωσης, αλλά σε μια κρίση συνείδησης επάνω μπορείς και να δοκιμάσεις αυτό που μέχρι πρότινος φαινόταν απαγορευμένο. Και, εντάξει, ας κάνω την ύστατη υποχώρηση μπροστά στους αυθεντικούς δρομείς τους οποίους προφανώς και θαύμασα (κι αυτό είναι ειλικρινές): πέρα από την κούραση, ναι, είχε πλάκα.