Το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, χθες, είχε τη φαεινή ιδέα να αφήσει τους κουκουλοφόρους που αλώνιζαν το κέντρο της Αθήνας ελεύθερους να κάνουν το μηδενιστικό έργο τους. Οι αστυνομικοί επιτηρούσαν διακριτικά χωρίς να παρεμβαίνουν. Στο όνομα λοιπόν του Αλέξη Γρηγορόπουλου, του νεαρού που δολοφονήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2008, οι μπάχαλοι προξένησαν ζημιές σε μαγαζιά, αυτοκίνητα, πεζοδρόμια, προσόψεις κτιρίων. Πρακτικά, χθες, το κέντρο της πρωτεύουσας ήταν κλειστό. Η καταστροφή μιας πόλης συνεχίζεται κατά κύματα, προκειμένου να αποφύγει το κράτος να κάνει τη δουλειά του, προκειμένου δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να κάνει δημόσιες σχέσεις με τις διάφορες «συλλογικότητες» (όπως αποκαλεί τους μπαχαλάκηδες ο υπουργός Κοντονής), ενόψει των πιο άβολων ημερών που θα έλθουν, όταν οι σημερινοί κυβερνώντες βρεθούν στην αντιπολίτευση και θα αναζητούν συμμάχους στον δρόμο.
Είναι πρωτοφανές για κράτος δικαίου να αποσύρεται η Αστυνομία από τις υποχρεώσεις της. Η πόλη πρέπει να λειτουργεί, να υπάρχει οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή, οι υποδομές να διευκολύνουν την καθημερινότητα –κι όταν χρειάζεται να διασφαλίζεται η δημόσια τάξη. Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ η υποχρέωση αυτή περιορίζεται στη φρούρηση του Μεγάρου Μαξίμου, κυβερνητικών παραγόντων, κάποιων δημόσιων υπηρεσιών και κάποιων πρεσβειών. Κατά τα άλλα, η υποχρέωση της αστυνόμευσης αναστέλλεται κατά το δοκούν όταν υπάρξει κάτι έκτακτο (χθες ήταν η γιορτή των μπάχαλων, σήμερα και αύριο η πόλη επίσης δεν θα είναι λειτουργική λόγω της επίσκεψης του τούρκου προέδρου Ερντογάν, ενώ η Αστυνομία θα φροντίζει για την ασφάλειά του και τις μετακινήσεις του και τίποτα άλλο).
Προχθές, επίσης, οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στο υπουργείο Εργασίας, ανυπεράσπιστοι, υπέστησαν την οργή των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, που τους πλάκωσαν στο ξύλο. Και εκεί, οι αστυνομικοί είχαν εντολή να είναι διακριτικοί.
Η Ελλάδα δεν είναι σωστό να είναι αστυνομικό κράτος. Αλλά είναι αδιανόητο, επίσης, να μην υπάρχει αστυνόμευση, στο όνομα οποιασδήποτε κυβερνητικής στρατηγικής. Οταν σπάει μια βιτρίνα, όταν ο εργαζόμενος ταλαιπωρείται για να πάει στη δουλειά του, όταν ο ηλικιωμένος δεν μπορεί να βαδίσει στο κέντρο, η απουσία της Αστυνομίας δεν σηματοδοτεί τίποτα κανονικό. Αντίθετα, επιβραβεύει τη μηδενιστική βία και οριστικοποιεί την εγκατάλειψη της πρωτεύουσας. Το αποτέλεσμα το ζούμε: το κέντρο της Αθήνας μετατρέπεται σε γκέτο.
Και σε φυτώριο μιας νέας βίας που έρχεται. Απλώς, αναμένεται μια θρυαλλίδα να ανάψει το φιτίλι.