Και ξαφνικά –όσο μπορούν ακόμα να αιφνιδιάσουν τα επικοινωνιακά τερτίπια –πολύς λόγος γίνεται για «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια. Σαν να είχαμε ήδη βγει ή δρομολογήσει την πορεία, έχοντας λύσει τα μεγάλα προβλήματα. Η κυβέρνηση θεωρεί την «καθαρή έξοδο» εξασφαλισμένη, η δε αντιπολίτευση αντιπαραθέτει ότι δεν είναι δυνατή με αυτή την κυβέρνηση. Και οι δύο κάνουν λάθος. Καθαρή έξοδος όπως είναι τα πράγματα σήμερα δεν είναι εφικτή. Τελεία.
Οι λόγοι έχουν να κάνουν με την οικονομική, πολιτική και θεσμική πραγματικότητα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Υστερα από επτά χρόνια Μνημονίων, θυσιών ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και εναλλαγής τεσσάρων κυβερνήσεων, έχουν γίνει κάποια βήματα, αλλά όχι τόσα και τέτοια που να επιτρέπουν άμεση επιστροφή της χώρας μας στην ομαλότητα. Η ελληνική οικονομία, άρα και η Ελλάδα ολόκληρη, δεν μπορεί να επιβιώσει μετά τον Αύγουστο του 2018 χωρίς έξωθεν «θεσμική» – δηλαδή από τους «θεσμούς» σε αντιπαραβολή με τις «αγορές» – υποστήριξη, η οποία αναγκαστικά συνεπάγεται μειωμένη κυριαρχία, επιβολή μέτρων και επιτήρηση. «Καθαρή έξοδος», δηλαδή συντήρηση της οικονομίας με δικά της μέσα και με δανεισμό αποκλειστικά από τις αγορές, δεν είναι εφικτή λόγω δομικών αδυναμιών, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής κοινότητας και λόγω επιλογών και δεσμεύσεων που έχουν ήδη αναληφθεί και οριοθετούν τις κινήσεις.
Δομικές αδυναμίες: η ελληνική οικονομία έχει γίνει ελάχιστα πιο ανταγωνιστική, δεν αναπτύσσεται και δεν έχει βρει νέους ή αποτελεσματικότερους τρόπους παραγωγής πλούτου και τόνωσης της αγοράς εργασίας. Η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε καταστολή, αφού η δημοσιονομική προσπάθεια γίνεται αποκλειστικά μέσω περικοπών και φορολόγησης. Το επενδυτικό κλίμα είναι αρνητικό και όπου συνεχίζει, ευτυχώς, να υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον, αυτό στηρίζεται περισσότερο στην προσδοκία κέρδους λόγω της κακής σημερινής κατάστασης. Οι τράπεζες αντέχουν αλλά δεν μπορούν να αιμοδοτήσουν την οικονομία όσο δεν επιστρέφουν οι καταθέσεις και δεν μειώνονται δραστικά τα κόκκινα δάνεια –οι δε πολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες δεν ευνοούν, σχεδόν δεν επιτρέπουν, και τα δύο αυτά κρισιμότατα προαπαιτούμενα.
Ελλειψη εμπιστοσύνης: στη διάρκεια της επταετίας των Μνημονίων οι διεθνείς εταίροι μετακινήθηκαν από αυστηρά στηρίγματα σε προσανατολισμένους μόνο στον τύπο διασώστες. Δεν τους ενδιαφέρει πλέον να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της, αλλά μόνο να κάνει ό,τι της λένε, και ό,τι υπογράφει ώστε να μην αποτελεί πρόκληση για τις άλλες χώρες και πρόβλημα για την ευρωζώνη. Οι κούφιες μεγαλοστομίες περί προόδου κρύβουν ικανοποίηση για την πλήρη υπακοή στις μνημονιακές υποχρεώσεις και αδιαφορία για τη δομική κατάσταση της οικονομίας και της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι πέρα από την αναγκαστική διατήρηση της επιτήρησης ώς την αποπληρωμή του 75% των δανείων, η αποκάλυψη του διπλού λόγου και της κρυφής ατζέντας της κυβέρνησης –υποταγή στο εξωτερικό, παροχολογία στο εσωτερικό –έχει κλειδώσει αυστηρότερη και επί μακρόν εποπτεία. Οι φίλιοι κατά τα άλλα «θεσμοί» το έχουν καθαρά υπαινιχθεί.
Αντιαναπτυξιακή αυτοδέσμευση: η παρούσα κυβέρνηση έχει υποθηκεύσει τον δημόσιο πλούτο, έχει συνομολογήσει υπερβολικά πλεονάσματα για πολλά χρόνια και δεν έχει προωθήσει καμία μεταρρύθμιση στους κρίσιμους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, της επιτάχυνσης απονομής δικαιοσύνης και της προσέλκυσης επενδύσεων. Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει μεγάλη ανηφόρα: μόνο αν το πούμε καθαρά θα τη βοηθήσουμε να βάλει από τώρα τα θεμέλια μιας εξαιρετικά δύσκολης ανάκαμψης.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος