Ακόμη και στο προανάκρουσμα της πιθανότητας απαγόρευσης από την Ευρωπαϊκή Ενωση του γύρου και του κεμπάπ ξέσπασε μία διαδικτυακή επανάσταση που, έτσι όπως έδειχνε, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κίνημα αντίστοιχο με αυτό του «Δεν πληρώνω». Ηδη έχει προγραμματισθεί μία εκδήλωση διαμαρτυρίας για τις αρχές του χρόνου που πιθανολογώ ότι, παρόλο που η Κομισιόν διέψευσε κατηγορηματικά ότι θα απαγορευθούν τα συγκεκριμένα εδέσματα, θα πραγματοποιηθεί έτσι, για την τιμή των όπλων και της επανάστασης. Αυτός ο γύρος μάς ενώνει όλους.
Ακόμη και αυτοί που ομνύουν στο διάφραγμα μπρεζέ ή στο αυτοκρατορικό τόμαχοκ (στα μεταξύ μας σπαλομπριζόλα) το θεωρώ εξαιρετικά απίθανο να μην τσακίζουν, στα κρυφά, «γυροβολιές». Δεν είναι μόνο η γεύση του «πιτόγυρου» που του δίνει θέση στη σύγχρονη γαστρονομική παράδοση. Εξάλλου πρόκειται για, σχετικά, νέο είδος. Στα παιδικά μου χρόνια ντονέρ τρώγαμε (με τη μάνα μου να μου λέει διάφορα αηδιαστικά όπως ότι βάζουν φτερά κότας για να «δέσει» μήπως και με αποτρέψει από την οργιώδη κατανάλωσή του) ή «καλαμάκια Λιβαδειάς». Είναι το «γυράδικο», αυτό καθαυτό, ως σημείο αναφοράς στη σύγχρονη πόλη.
Ειδικά στα χρόνια της κρίσης αφού οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις αντιστοιχούν σε καταστήματα εστίασης με πρώτα τα σουβλατζίδικα δημιουργώντας έτσι θέσεις σκληρής μεν, μέσα στις θερμοκρασίες της θράκας, αλλά απαραίτητης εργασίας. Μεταλλαγμένα σε «εστιατοριάκια», με ευφάνταστες έως απίθανες ονομασίες και μικροσκοπικά τραπέζια αραδιασμένα σε μικροσκοπικά πεζοδρόμια, προσφέρουν μια επίφαση εξόδου στα μισοάδεια πορτοφόλια. Από ένα τυλιχτό, μια πατάτες στη μέση και μία μπίρα στα δύο, ήτοι δέκα ευρώ το πολύ, το αποκλεισμένο από την κοινωνική ζωή ζευγάρι έχει την ψευδαίσθηση ότι «έφαγε έξω». Που μπορεί να είναι εξίσου «χορταστική» με τον γύρο.