Από τις Βρυξέλλες όπου βρέθηκε χθες, ο Ρεξ Τίλερσον έκανε το παν προκειμένου να καθησυχάσει τους ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ, που ανησυχούν για την εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Τις πληροφορίες ότι σύντομα ο αμερικανός πρόεδρος σκοπεύει να τον παύσει από υπουργό Εξωτερικών του, όμως, δεν τις σχολίασε. Και λίγη ώρα μετά το γεύμα του Τίλερσον με τους 28 ευρωπαίους ομολόγους του, ο Τραμπ έδωσε στην Ευρώπη, ή μάλλον στον κόσμο ολόκληρο, ακόμα έναν σοβαρό λόγο να ανησυχεί: σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε τόσο με τον παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπάς όσο και με τον ιορδανό βασιλιά Αμπντάλα, επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να μετεγκαταστήσει την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Κι ας έπεφταν βροχή τις τελευταίες ημέρες οι διεθνείς προειδοποιήσεις πως μία μονομερής αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ θα συνιστούσε παραβίαση του διεθνούς δικαίου, θα ήταν μια ανώφελη πρόκληση, μία αντιπαραγωγική κίνηση, που μπορεί να πυροδοτήσει ένα νέο ξέσπασμα βίας, να βάλει φωτιά σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Λίγη ιστορία ενδεχομένως να φαινόταν χρήσιμη και στον αμερικανό πρόεδρο. Το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης που παρουσιάστηκε στον ΟΗΕ το 1947 άφηνε την Ιερουσαλήμ στην άκρη, υπό διεθνή διακυβέρνηση. Μετά την ανακωχή του 1949 ανάμεσα στο Ισραήλ και την Ιορδανία, η δυτική πλευρά της Ιερουσαλήμ βρέθηκε υπό τον έλεγχο του εβραϊκού κράτους και η ανατολική –συμπεριλαμβανομένης της παλιάς πόλης και των Αγίων Τόπων –υπό τον έλεγχο του βασιλείου της Ιορδανίας. Το Ισραήλ κατέλαβε την Ανατολική Ιερουσαλήμ τον Ιούνιο του 1967, στον Πόλεμο των Εξι Ημερών. Εδώ και 25 χρόνια, από την έναρξη του πρώτου διαπραγματευτικού κύκλου ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ είναι σταθερά το πλέον ευαίσθητο σημείο των συζητήσεων. Σε αυτό το ζήτημα, που αναμειγνύει πολιτική, δημογραφία και θρησκεία, προσέκρουσαν και οι διαπραγματεύσεις του Καμπ Ντέιβιντ το 2000. Το τελικό καθεστώς της ιερής για τρεις διαφορετικές θρησκείες πόλης, δεν θα μπορούσε να αποφασιστεί παρά στο πέρας ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών: αυτό ήταν πάντα το γενικώς αποδεκτό.
Το Ισραήλ, βέβαια, θεωρεί την Ιερουσαλήμ «αιώνια και αδιαίρετη πρωτεύουσά» του -ενώ οι Παλαιστίνιοι διεκδικούν την Ανατολική Ιερουσαλήμ για πρωτεύουσα ενός μελλοντικού τους κράτους. Με το Embassy Act του 1995, το αμερικανικό Κογκρέσο συμπεριφέρθηκε σαν να επικύρωνε την προσάρτηση του 1967, κάνοντας λόγο για «αδιαίρετη πόλη». Εδωσε όμως στον πρόεδρο των ΗΠΑ τη δυνατότητα να αναβάλλει κάθε έξι μήνες τη μετεγκατάσταση της πρεσβείας, για λόγους ασφαλείας. Αυτό έκαναν, με τη σειρά, ο Μπιλ Κλίντον, ο Τζορτζ Μπους και ο Μπαράκ Ομπάμα. Αυτό έκανε και ο Ντόναλντ Τραμπ τον Ιούνιο, παρότι είχε υποσχεθεί, προεκλογικά, να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ. Το σχετικό διάταγμα έπρεπε να υπογραφεί εκ νέου την περασμένη Παρασκευή, η απόφαση αναβλήθηκε για Δευτέρα, κατόπιν πήρε και δεύτερη αναβολή. Προαναγγέλθηκε ομιλία του αμερικανού προέδρου για σήμερα, Τετάρτη.
Στο μεταξύ Παλαιστινιακή Αρχή, Ιορδανία, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Αραβικός Σύνδεσμος, αλλά και Βρυξέλλες, Βερολίνο, Παρίσι, όλοι καλούσαν τον Τραμπ να μην κάνει αυτό που απειλούσε να κάνει. Οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της Ιερουσαλήμ θα ήταν κόκκινη γραμμή για τους μουσουλμάνους, διακήρυξε χθες το πρωί σε ιδιαίτερα επιθετικό τόνο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απειλώντας να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ -που απέρριψε ξερά τις απειλές του. Αμερικανοί αξιωματούχοι έλεγαν χθες πως η αρμόδια υπηρεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε αντίθετη με τη μονομερή αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, επισημαίνοντας τόσο τον κίνδυνο μίας βίαιης αντίδρασης εναντίον του Ισραήλ, καθώς και των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή όσο και τον κίνδυνο εκτροχιασμού της νεότοκης ειρηνευτικής προσπάθειας που έχει αναλάβει ο γαμπρός του Τραμπ, ο Τζάρεντ Κούσνερ.
Νίκη για τον Λευκό Οίκο, αλλά ίσως βραχύβια
Πράσινο φως άναψαν τελικά οι δικαστές στο αντιμεταναστευτικό διάταγμα
Ως μία πολιτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, η δεύτερη μέσα σε τρεις ημέρες αν συνυπολογίσει κανείς την υπερψήφιση της φορολογικής του μεταρρύθμισης από την αμερικανική Γερουσία, χαρακτηρίζεται το πράσινο φως που άναψε το βράδυ της Δευτέρας το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στην τελευταία, τρίτη κατά σειρά βερσιόν του αντιμεταναστευτικού του διατάγματος. Η νίκη μπορεί εντούτοις να αποδειχθεί βραχύβια: δύο αποφάσεις εφετείων αναμένονται για το ίδιο θέμα εντός της εβδομάδας.
Οι δύο πρώτες εκδοχές της επίμαχης ταξιδιωτικής απαγόρευσης που έχει γίνει γνωστή ως muslim ban, αφού στόχευε αρχικά σχεδόν αποκλειστικά μουσουλμάνους, είτε απορρίφθηκαν από τη Δικαιοσύνη είτε επικυρώθηκαν ενώ ήδη είχε εκπνεύσει η (προσωρινή) διάρκεια εφαρμογής τους. Ανάλογη πορεία έδειχνε να ακολουθεί και η τρίτη εκδοχή, που υπογράφηκε στις 24 Σεπτεμβρίου, και έχει στόχο την επιβολή μόνιμης απαγόρευσης εισόδου στην αμερικανική επικράτεια για τους υπηκόους επτά χωρών που είτε κρίνονται εχθρικές προς τις ΗΠΑ είτε θεωρείται πως υποστηρίζουν ή απειλούνται από την τρομοκρατία: τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν, τη Λιβύη, τη Σομαλία, τη Συρία, το Τσαντ και την Υεμένη. Με εξαίρεση τη Βόρεια Κορέα, που προστέθηκε εκ των υστέρων στον κατάλογο, και όχι τυχαία, πρόκειται για χώρες με πλειοψηφικά μουσουλμανικό πληθυσμό. Εκ των υστέρων προστέθηκαν στον κατάλογο και κάποιοι βενεζουελάνοι αξιωματούχοι. Σε κάθε περίπτωση, και το τελευταίο αυτό διάταγμα απορρίφθηκε, τον Οκτώβριο, λίγο προτού τεθεί σε ισχύ, από έναν ομοσπονδιακό δικαστή της Χαβάης και ακόμα έναν του Μέριλαντ, που το έκριναν εξίσου αμφιλεγόμενο με τα δύο προηγούμενα. Τον Νοέμβριο, βέβαια, εφετείο του Σαν Φρανσίσκο επέτρεψε τη μερική εφαρμογή του, εξαιρώντας «τους αλλοδαπούς που μπορούν να αποδείξουν γνήσια σχέση με κάποιο άτομο ή οντότητα στις ΗΠΑ» – κάτι που απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής του τις διευρυμένες οικογένειες. Αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την άμεση εφαρμογή του διατάγματος στο σύνολό του. Μόνο δύο από τα εννέα του μέλη, η Ρουθ Γκέιντερ Γκίνσμπεργκ και η Σόνια Σοτομαγιόρ, αμφότερες διορισμένες από Δημοκρατικούς προέδρους, διαφώνησαν.
Ο Λευκός Οίκος, και ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους. Το διάταγμα αυτό «είναι απαραίτητο για την προστασία της χώρας», διακήρυξε ο δεύτερος. Για μία «σημαντική νίκη για την ασφάλεια του αμερικανικού λαού» έκανε λόγο εκπρόσωπος του πρώτου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε ωστόσο την εφαρμογή του διατάγματος ενόσω εξετάζεται σε βάθος από τα ομοσπονδιακά εφετεία. Και δύο εφέσεις προβλέπεται να εκδικαστούν αυτή την εβδομάδα, σήμερα η έφεση επί της απόφασης του ομοσπονδιακού δικαστή της Χαβάης και την Παρασκευή η έφεση επί της απόφασης του ομοσπονδιακού δικαστή του Μέριλαντ. Μάλιστα οι δικηγόροι που έχουν στρατευτεί στη μάχη εναντίον του muslim ban σκοπεύουν να αξιοποιήσουν τα τρία βιντεάκια αντιμουσουλμανικής προπαγάνδας που έκανε πρόσφατα retweet ο Τραμπ προκαλώντας σάλο ώστε να επιβεβαιώσουν «την αντιμουσουλμανική του προκατάληψη». Το πιθανότερο, στην πραγματικότητα, είναι ότι το θέμα θα επιστρέψει τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Δεν πιάνουν οι αντιπερισπασμοί
Επιταχύνεται η έρευνα για τη ρωσική εμπλοκή στις εκλογές
Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να δημιουργεί καθημερινά ηχηρούς αντιπερισπασμούς, η έρευνα του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ όμως για την ενδεχόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στις περσινές αμερικανικές εκλογές επιταχύνεται. Μετά την απαγγελία κατηγοριών στο Μάικλ Φλιν, πρώην συμβούλου ασφαλείας του Τραμπ, ο οποίος αναγνώρισε πως είπε ψέματα στο FBI και συμφώνησε να συνεργαστεί με τη Δικαιοσύνη, ο Μιούλερ ζήτησε από την Deutsche Bank στοιχεία για τους λογαριασμούς που ανήκουν τόσο στον αμερικανό πρόεδρο όσο και στα μέλη της οικογένειάς του.
Η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, με την οποία ο Τραμπ διατηρεί προνομιακή σχέση από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, έλαβε όπως αποκάλυψε χθες πρώτη η γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt» και επιβεβαίωσε κατόπιν αμερικανική πηγή κλήτευση από τον ειδικό εισαγγελέα πριν από αρκετές εβδομάδες, με την οποία της ζητήθηκαν πληροφορίες για συγκεκριμένες συναλλαγές. «Η Deutsche Bank συνεργάζεται πάντα με τις αρμόδιες για τις έρευνες αρχές σε όλες τις χώρες», περιορίστηκε να δηλώσει χθες η τράπεζα στο Bloomberg. Τον Ιούνιο, πάντως, η Deutsche Bank είχε απορρίψει τις εκκλήσεις Δημοκρατικών βουλευτών για πληροφορίες όσον αφορά τα οικονομικά του Τραμπ επικαλούμενη τη νομοθεσία περί προστασίας της ιδιωτικότητας.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στους «New York Times» τον Ιούλιο ο Τραμπ είχε επιμείνει πως δεν είχε καθόλου έσοδα από δραστηριότητες στη Ρωσία. Είχε μάλιστα απευθύνει τότε μια προειδοποίηση στον Μιούλερ: αν άρχιζε να ασχολείται με τα οικονομικά του, ή τα οικονομικά της οικογένειάς του, αυτό θα συνιστούσε παραβίαση του πλαισίου της έρευνάς του – και μιας κόκκινης γραμμής. Δεν είχε διευκρινίσει ποια θα ήταν η αντίδρασή τους.