Στον δημιουργικό κύκλο ζωής οκτώ δεκαετιών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπάρχουν ορισμένες παραστάσεις που έγιναν ορόσημα για το λυρικό θέατρο. Μία από αυτές είναι και η παραγωγή της όπερας «Μποέμ» που παρουσίασε το 2007 ο διάσημος βρετανός σκηνοθέτης Γκρέιαμ Βικ. Αυτή η ανατρεπτική ματιά στη σύνθεση του Τζιάκομο Πουτσίνι επιστρέφει στη σκηνή μια δεκαετία αργότερα, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Στέφανο Λαζαρίδη, τότε καλλιτεχνικό διευθυντή της Λυρικής που είχε οραματιστεί το ανέβασμα του έργου.

Στην ανανεωμένη εκδοχή, τη σκηνοθετική επιμέλεια ανέλαβε εκ νέου ο Βικ. Στον ρόλο της Μιμής, ωστόσο, κάνει το ντεμπούτο της η διεθνής μας υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου, έχοντας δίπλα της τον τενόρο Γιάννη Χριστόπουλο. Στη δεύτερη διανομή πρωταγωνιστών, πάλι, οι ρόλοι ανατέθηκαν στους ανερχόμενους τραγουδιστές Αννα Στυλιανάκη και Αγγελο Σαμαρτζή. Ο «άνθρωπος που έσωσε την όπερα στη Βρετανία», όπως τον είχε χαρακτηρίσει η εφημερίδα «Τέλεγκραφ», φρεσκάρισε το περιεχόμενο τονίζοντας αρκετά τις αιχμές στο στήσιμο των ηρώων. «Δουλέψουμε με εστίαση στο λιμπρέτο, στην ουσία του δράματος, και υπήρχε ιδιαίτερη εμβάθυνση όσον αφορά τη δραματουργική αντιμετώπιση. Μου αρέσει πάρα πολύ να δουλεύω με σκηνοθέτες οι οποίοι επιμένουν στις λεπτομέρειες της ανθρώπινης σχέσης και αυτό το εξελίσσουν σιγά σιγά από πρόβα σε πρόβα. Είναι μια σκηνοθεσία αρκετά στεγνή, χωρίς πολλά μπιχλιμπίδια ή περιτύλιγμα», τονίζει η Μυρτώ Παπαθανασίου στο «Νσυν».

Πέρα από το να σκύψει πάνω στους ήρωες, ο Βικ μετέφερε τη δράση του έργου από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, διατηρώντας ακέραιο τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και τη ράφτρα Μιμή μαζί με τις περιπέτειες της παρέας τους. «Είναι μοντέρνα η προσέγγιση, σε μια κοινωνία που έχει τις διαβρώσεις και τις νευρώσεις της και χαρακτήρες καθημερινούς οι οποίοι είναι ευάλωτοι. Πρόκειται για νέους ανθρώπους οι οποίοι ακόμα ψάχνουν το μέλλον τους, αναζητούν την ταυτότητά τους. Μέσα από αυτόν τον χαοτικό τρόπο ζωής τους εκτυλίσσονται οι πιο βαθιές αναζητήσεις για τον έρωτα, την αντιμετώπιση του πόνου, της αρρώστιας ή του φόβου για την αρρώστια, το ψέμα ή την αλήθεια στις σχέσεις. Διαγράφονται όλα πολύ ξεκάθαρα, ειδικά μέσα από αυτή τη σκηνοθετική ματιά. Μπαίνει πολύ βαθιά σε όλα αυτά τα προβλήματα», τονίζει η υψίφωνος.

Η ιστορία των δύο εραστών χτίζεται επί σκηνής μέσα σ’ ένα χριστουγεννιάτικο τοπίο. Παρ’ όλα αυτά, η ανάπτυξη της σχέσης τους κάθε άλλο παρά γιορτινή παραμένει μέχρι τη διάλυσή της και τον θάνατο της Μιμής από φυματίωση. «Θα έλεγα ότι υπάρχει μια τεράστια αντίθεση ανάμεσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα που ζούμε και νιώθουμε όλοι μας μέσα στα Χριστούγεννα. Αυτή ακριβώς με τα φωτάκια, που όλος ο κόσμος είναι έξω χαρούμενος, με τα δώρα, τις αγκαλιές. Αυτήν την ατμόσφαιρα τη μεταφέρει πολύ έντονα ο Πουτσίνι. Αυτή καταρρίπτεται εντελώς στην τρίτη και τέταρτη εικόνα όμως, σαν να αποσυντίθεται αυτή η μαγική στιγμή, η χριστουγεννιάτικη. Κάτι το οποίο αντιλαμβάνονται όταν περάσουν τα Χριστούγεννα κι όλοι έχουν μια διάθεση πιο “καθημερινή”, με τα προβλήματά της, αφού έχει φύγει το γιορτινό και χαρούμενο περιτύλιγμα. Εάν δεν είσαι και μέσα σου γιορτινός και χαρούμενος, αυτό το πράγμα καταρρέει. Αυτό σκιαγραφείται στην όπερα» παρατηρεί η Παπαθανασίου.

ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ. Η ίδια, σε προηγούμενη συμμετοχή της στην «Μποέμ» της Μετροπόλιταν Οπερας της Νέας Υόρκης, είχε υποδυθεί την Μουζέτα. Τώρα, ωστόσο, μπαίνει στον ρόλο της Μιμής για να αναμετρηθεί μαζί της με νέους όρους. «Η Μιμή είναι ένας ρόλος που έχει μεγάλη διάρκεια. Είναι πολύ λυρικό το τραγούδι. Η ορχήστρα κάποιες φορές είναι αρκετά γεμάτη και πολύ έντονη. Πρέπει να δώσεις φωνητικά τον λυρισμό, αλλά ταυτόχρονα και την εύθραυστη προσωπικότητα που έχει, και τη δυναμικότητά της, τον εγωισμό που έχει ως χαρακτήρας» επισημαίνει.

Ως πυξίδα στην ερμηνεία της θα της χρησιμεύσει σίγουρα η πείρα της από τις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου όπου έχει βρεθεί τραγουδώντας. Αυτή ζυμώνει στον ρόλο της Μιμής μαζί με τις σκηνοθετικές κατευθύνσεις του Βικ. «Είναι κάτι που κυκλοφορεί μέσα σου. Αυτό κουβαλάς πάντα: όλες οι εμπειρίες που έχεις αποκτήσει από μεγάλα θέατρα και μαέστρους. Γίνονται βίωμά σου, δεύτερή σου ταυτότητα, συνυπάρχουν σ’ έναν καινούργιο ρόλο ή έργο ή θέατρο. Πάντοτε έχεις πράγματα μέσα σου που τα χρησιμοποιείς και τα έχεις συλλέξει από άλλες σκηνές και σε καθοδηγούν και σε βοηθούν να αντιμετωπίσεις κάποιες δυσκολίες ή σημεία απαιτητικά –είτε σε δραματουργικό είτε σε τεχνικό είτε σε φωνητικό επίπεδο. Είναι περισσότερο θέμα ευελιξίας. Η πείρα αυτή είναι που σε κάνει ευπροσάρμοστο και ταυτόχρονα απαιτητικό πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο σου τον εαυτό» καταλήγει.

INFO

«Μποέμ» στις 13, 17, 20, 24, 27, 30/12 και 3, 5/1/2018 στις 20.00 στην Εθνική Λυρική Σκηνή (Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος – Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, Λεωφόρος Συγγρού 364, Καλλιθέα, τηλ. 213 0885.700, είσοδος 10-60 ευρώ)