Από ένα γύρισμα της συγκυρίας, η ταινία «Καζαντζάκης» του Γιάννη Σμαραγδή προβάλλεται αυτό το διάστημα ταυτόχρονα με την έκδοση μιας σημαντικής μονογραφίας με τίτλο «Ο Καζαντζάκης στον κινηματογράφο» (εκδ. Gutenberg). Συγγραφέας είναι ο Θανάσης Αγάθος, επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος ερευνά επί σειρά ετών το έργο του κρητικού συγγραφέα.
Το πρώτο κεφάλαιο, «Ο Καζαντζάκης ως σεναριογράφος», παρακολουθεί τα σενάρια που γράφει το 1928, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σοβιετική Ενωση («Το κόκκινο μαντίλι», «Αγιος Παχώμιος και Σία», «Λένιν», το οποίο μένει στο στάδιο του σχεδιασμού), το 1931-1932, όταν, μαζί με την Ελένη Καζαντζάκη βρίσκονται στο Γκότεσγκαμπ της Τσεχοσλοβακίας («Μουχαμέτης», «Δον Κιχώτης», «Βούδας», «Δεκαήμερο», «Μια έκλειψη ηλίου») και το 1956. Είναι εκείνη τη χρονιά που δέχεται πρόταση από τον Σπύρο Σκούρα, πρόεδρο της αμερικανικής εταιρείας 20th Century Fox, να γράψει ένα σενάριο για μια ταινία με προσωρινό τίτλο «A Greek Family» («Μια ελληνική οικογένεια»). Ο Καζαντζάκης γράφει όντως ένα προσχέδιο με αναφορές στην ομηρική «Οδύσσεια», όπου το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής διαδραματίζεται στην Ιθάκη, αλλά η ταινία δεν προχωράει.
Η χαμένη Σαγκα
«Η ταινία αυτή θα μπορούσε να είχε την επιτυχία του “Ζορμπά” πριν από τον “Ζορμπά”», λέει ο Θ. Αγάθος στο «Νσυν». «Ο Σκούρας συμπαθούσε τον ήδη διάσημο τότε Καζαντζάκη επειδή ήταν Ελληνας. Πιστεύω ότι γνώριζε πολύ καλά τι επιχειρούσε και θεώρησε ότι έχει όλα τα εχέγγυα για να το πετύχει. Φανταστείτε το μείγμα: Καζαντζάκης συν Ελλάδα συν Ιθάκη συν γυρίσματα στην Αμερική, όπου ταξιδεύει ο ήρωας Νικόλας: μια ελληνική οικογενειακή σάγκα αξιώσεων. Αξίζει πλέον να ερευνήσει κανείς την αλληλογραφία του προέδρου της Fox με τον Καζαντζάκη (σ.σ.: φυλάσσεται στο Μουσείο Καζαντζάκη στη Μυρτιά Κρήτης) για περαιτέρω λεπτομέρειες».
Το πρώτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, πάντως, που μεταφέρεται στον κινηματογράφο είναι ο «Χριστός ξανασταυρώνεται», σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν, το 1957, χρονιά θανάτου του συγγραφέα. Οπως σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά τις κινηματογραφικές διασκευές, ο Θ. Αγάθος ανασύρει από τα αρχεία της εποχής την κριτική υποδοχή της ταινίας (όπως και των ίδιων των μυθιστορημάτων στον ελληνικό και ξένο Τύπο). Ο Arturro Lanocitta της «Κοριέρε Ντελα Σέρα», για παράδειγμα, «εντοπίζει αδυναμίες όπως η μηχανικότητα της δομής και η υπερβολική θεατρικότητα αλλά θεωρεί ότι… δεν λείπει από την ταινία το μήνυμα αγάπης του συγγραφέα, που προκαλεί ρίγη συγκινήσεως». Ενδιαφέρον, όμως, έχει η αντίδραση του ίδιου του Καζαντζάκη, ο οποίος παρακολουθεί την προβολή του φιλμ, στις 3 Μαΐου 1957, στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, μαζί με την Ελένη, τον Ντασσέν και τη Μελίνα Μερκούρη. «Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει την επιτυχία της πρεμιέρας», επισημαίνει ο Θ. Αγάθος, «με σχετική αποστασιοποίηση, τουλάχιστον αν κρίνουμε από επιστολή του στον Πρεβελάκη, με ημερομηνία 4 Μαΐου 1957: “Χτες βράδυ, τα ξημερώματα, γύρισα από τις Cannes, όπου παίχτηκε για πρώτη φορά, στο Festival, ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Καταπληχτική επιτυχία· πολλοί έκλαιγαν· η Ελένη χάρηκε πολύ, με τις καινούριες της τουαλέτες, με τις εκατοντάδες τους φωτογράφους που τη φωτογράφιζαν, κι εγώ έβλεπα και ντρέπουμουν που η καρδιά μου ήταν ακίνητη».
Ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη είναι ένας κόσμος χωριστά. Η ελληνοαμερικανική παραγωγή, που κάνει πρεμιέρα στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1964, παραμένει η δημοφιλέστερη ταινία βασισμένη σε έργο του συγγραφέα («Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»). Αντί άλλης λεπτομέρειας, αξίζει εδώ μια υποσημείωση την οποία καταγράφει ο Θ. Αγάθος: «Το 1998 ο Κακογιάννης, σε συνέντευξή του στον Ν. Φένεκ Μικελίδη, αναφέρει σχετικά: “Ο Καζαντζάκης ερχόταν στις Κάννες και καθόταν στο θεωρείο του μαζί μου, όταν προβαλλόταν μια ταινία […] και μου έλεγε, “Ονειρεύομαι ότι κάποια μέρα θα γυρίσεις κι ένα δικό μου έργο”…».
Η «περιήγηση» στις κινηματογραφικές μεταφορές ολοκληρώνεται με τον «Τελευταίο πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε, όπου αναπόφευκτα δίνεται βαρύτητα στις σκοταδιστικές αντιδράσεις από παραεκκλησιαστικούς κύκλους κατά την προβολή στις ελληνικές αίθουσες, αλλά και στη στήριξη από δημοσιογράφους και καλλιτέχνες.
Καμία από τις διασκευές των τριών σκηνοθετών δεν είναι πιστή στο λογοτεχνικό έργο. Οφείλεται άραγε αυτό σε μια «ιδιαιτερότητα» του συγγραφέα ή στις «εμμονές» των δημιουργών;
«Θα έλεγα σε έναν συνδυασμό των δύο. Από τη μία, σαφώς υπάρχει μια δυσκολία κατά τη μεταφορά των έργων του Καζαντζάκη σε άλλο είδος, κυρίως λόγω του λεγόμενου “φιλοσοφικού” υπόβαθρου. Από την άλλη, σε όλα τα κορυφαία μυθιστορήματα της ωριμότητάς του (από το 1945 ως το 1957) η πλοκή, οι χαρακτήρες, τα επεισόδια προσφέρονται για εικονοποίηση και κινηματογράφηση. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι και οι τρείς σκηνοθέτες αφαιρούν άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο το φιλοσοφικό ή μυστικιστικό περιεχόμενο επιλέγοντας τη δράση.
Ο Ζυλ Ντασσέν μόλις έχει βρει καταφύγιο στην Ευρώπη ύστερα από τις διώξεις του μακαρθισμού. Νιώθει τη Γαλλία όπως και την Ελλάδα αργότερα δεύτερη πατρίδα. Στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, λοιπόν, βλέπει μια ευκαιρία να προβάλει τις αριστερές του πεποιθήσεις. Στο τέλος της ταινίας, για παράδειγμα, οι “καλοί” ταμπουρώνονται απέναντι στους Τούρκους και τους “κακούς” Ελληνες. Στον “Ζορμπά”, από την άλλη, δεν υφίσταται η ενασχόληση με τον βουδισμό. Ο σκηνοθέτης εστιάζει σε δύο στοιχεία: τη φιλία του κεντρικού ήρωα με τον συγγραφέα και τη θέση της γυναίκας μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η χήρα και η Ορτάνς ασφυκτιούν μέσα σ’ αυτήν. Ο Σκορσέζε είναι, τέλος, ο σκηνοθέτης που εμμένει περισσότερο στο μυστικιστικό στοιχείο. Αλλά μέσω της δικής του καλλιτεχνικής εμμονής: το μαρτύριο του ανθρώπου ώσπου να φτάσει στη λύτρωση, μοτίβο που διαπερνά σχεδόν όλες τις ταινίες του. Μια λεπτομέρεια με σημασία είναι ότι το βιβλίο το μαθαίνει από την ηθοποιό που υποδύεται τελικά τη Μαγδαληνή στην ταινία, την Μπάρμπαρα Χέρσεϊ».
INFO
«Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη» σε επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια Θανάση Αγάθου. Προλογίζει η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Την Κυριακή 10/12 μαζί με«Το Βήμα».