Ο τούρκος πρόεδρος τόσο στη συνέντευξη στον Σκάι και τον Αλέξη Παπαχελά όσο και στις δηλώσεις ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, εξέφρασε τον παραδοσιακό μεγαλοκρατισμό που διατρέχει τις πολιτικές ελίτ της γειτονικής μας χώρας, διιστορικά, διακομματικά και διακαθεστωτικά. Ενα είδος απωθημένου αυτοκρατορικού ύφους εμποτίζει τις διακρατικές σχέσεις και τον δημόσιο λόγο της Τουρκίας. Εχοντας φθείρει τις σχέσεις με όλους τους γείτονες, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, θα περίμενε κανείς ότι ο λόγος θα ήταν ήπιος, χωρίς τον χοντροκομμένο αναθεωρητισμό. Εν τούτοις και παρ’ όλη την πιο προσεκτική τοποθέτησή του μπροστά στον Τσίπρα (και χωρίς να έχω προλάβει στις παρατηρήσεις μου την επίσκεψη στην Θράκη, όπου υποθέτω θα είναι εθνολαϊκιστικά επιθετικός), νομίζω η εν γένει εικόνα του κ. Ερντογάν υποδήλωσε τον παρορμητισμό και το έλλειμμα στρατηγικής ψυχραιμίας. Ας πούμε ότι φάνηκε μια κάπως ακατάστατη, σχεδόν αντιδραστική λειτουργία. Βεβαίως, οι διεθνείς σχέσεις ειδικά για δυνάμεις μεσαίου επιπέδου και ιδίως στην απολύτως ρευστοποιούμενη περιοχή μας, χρειάζονται ορθολογικό κτίσιμο, ρεαλιστική επεξεργασία και αίσθηση μεγεθών. Ο,τι δεν αποπνέει το αφηγηματικό πλαίσιο της τουρκικής ρητορικής. Ετσι όπως το υποστασιοποιεί ο πρόεδρος Ερντογάν, στην ίδια τη σύλληψη της μυθολογικής οθωμανικής «συνέχειας», στην ίδια την απόπειρα να συγκεφαλαιώσει μεταφυσικά το θρυλικό παρελθόν, να αποκαταστήσει την «άδικη» έκπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να γίνει η φωνή του φτωχού Τούρκου που φαντασιώνεται διά της Μπεσίκτας τις πέντε θάλασσες, το παντουρκικό υπερπέραν κ.λπ. Νομίζω ο τούρκος πρόεδρος ενσωματώνει επιβλητικά όλες τις αντιφάσεις που εκτείνονται από μια μάλλον αβαθή θρησκευτικότητα, τον παραδοσιακό σοβινισμό, μέχρι τον νεοφώτιστο καπιταλισμό. Χρησιμοποιώ τον προσδιορισμό «αβαθή», γιατί ο πουριτανισμός και ο θρησκευτισμός του είναι τα εργαλεία πολιτιστικής κατίσχυσης στο εσωτερικό και ανάκτησης ηγεμονίας στη μουσουλμανική επικράτεια, μεταμφιεσμένα σε πεποιθήσεις. Δηλαδή τα εργαλεία πολιτικού μεγαλοκρατικού ανορθολογισμού, που πλάθουν την τουρκική πολιτική είναι συγχρόνως και τα μέσα ενός κοντόφθαλμου ορθολογισμού και πραγματισμού. Αποκλίνοντα από το δυτικό μοντέλο και τις δυτικές ιεραρχήσεις, συναρμοσμένα όμως στον μουσουλμανικό περίγυρο.
Μια τελευταία σημείωση. Οι πολλοί τούρκοι επισκέπτες, η προσφυγική κρίση ως βραχίονας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και η καταπιεσμένη αστική τάξη των παραλίων (ο βασικότερος στρατηγικός μας σύμμαχος μαζί με τους διανοουμένους και την πανεπιστημιακή κοινότητα) επιβάλλουν και στη δική μας πλευρά υπομονή και μακροσκοπικό πολιτικό, διπλωματικό ζύγι στις απαραίτητες πολιτικές συνεργασίας.
Ενα παράλληλα ενδιαφέρον στοιχείο στο περιθώριο της επίσκεψης, είναι η αντιπολιτευτική βιασύνη αποδόμησης. «Ο Παυλόπουλος δέχτηκε την αναθεωρητική ρητορική» ή «πρόχειρα προετοιμασμένη επίσκεψη» κ.λπ. Πέρα από το γεγονός ότι δεν μπορεί να «υπαγορεύσει» κανείς το κείμενο της ομιλίας, ούτε να προ-πειθαρχήσει σε πρωτόκολλα συμπεριφοράς, τον ιδιοσυγκρασιακά απρόβλεπτο Ερντογάν, η μίζερη, συνεχής προσπάθεια να αποικοδομηθεί δογματικά, κάθε επιλογή της κυβέρνησης, καταντά πολιτικό μπαρόκ. Εξάλλου, ανά δύο μέρες δημιουργείται από την αντιπολίτευση ένα καινούργιο θέμα, πάντα «οριακής» σημασίας. Πέρα όμως από την αντιπολιτευτική ελεεινολογία, ο επίμονος διάλογος με την Τουρκία αποτελεί απώλεια για τον θερμοκέφαλο ή τον μικροϊμπεριαλιστή και μονόδρομο για την Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων