«Το κέρασμα που σας έχω τάξει για τη γιορτή μου θα σας το κάνω! Μα την ερχόμενη εβδομάδα. Αυτές τις μέρες έχουμε τον Ερντογάν…» μού είπε ο φίλος μου ο Νικόλας. «Ε και; Θα σε καλέσει ο τούρκος πρόεδρος να σου ευχηθεί; Ή θα τον δεξιωθείτε στο σεράι σας στη Μαβίλη; Ξέθαψε μήπως η γυναίκα σου τις μικρασιάτικες συνταγές τής γιαγιάς της και θα του μαγειρέψει τζιεροσαλμάδες και εκμέκ;». «Ολοι οι δρόμοι θα είναι κλειστοί» κώφευσε στο χιούμορ μου. «Και οι κεντρικοί σταθμοί του μετρό. Απ’ το σχολείο των παιδιών μάς ενημέρωσαν ότι δεν θα περάσουν πούλμαν λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας –εάν μπορούμε ας τα πάμε εμείς –και σπίτι όμως να τα κρατήσουμε δεν θα τους βάλουν απουσία». «Κρυφό σχολειό! Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά…».
Ο εκνευρισμός που ελλόχευε κάτω απ’ την ειρωνεία μου δεν προερχόταν από αντιτουρκικά αισθήματα. Το να κατεβάζει μια πόλη τριάμισι εκατομμυρίων κατοίκων ρολά για να υποδεχθεί έναν άνθρωπο –και τη βαριεστημένη ενίοτε σύζυγό του –μού φαίνεται εντελώς παράλογο, υβριστικό σχεδόν. Είτε πρόκειται για τον αψίκορο ηγεμόνα πασών των Τουρκιών είτε για τον φίλτατό μας Μανόλη Μακρόν είτε για τον εκάστοτε πρόεδρο της Αμερικής, του οποίου η επίσκεψη στην Ελλάδα προβάλλεται σαν κοσμοϊστορικό γεγονός, μονάχα –φευ! –από τα εγχώρια ΜΜΕ. Οι απευθείας μεταδόσεις από το αεροδρόμιο και από ρεπόρτερ ακροβολισμένους στις λεωφόρους από όπου διαβαίνει η αυτοκινητοπομπή, μου φέρνουν άθελα στη μνήμη μια φράση από το ραδιοφωνικό ανακοινωθέν της 27ης Απριλίου 1941. «… Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια…».
Οχι ότι φταίει ο οποιοσδήποτε εκλεκτός μουσαφίρης. Αναλογιστείτε πόσο άχαρο είναι το διήμερο στην Αθήνα πρωτίστως για τον ίδιον.
Τον χώνουν άρον άρον από το αεροπλάνο σε μια τεθωρακισμένη λιμουζίνα, τον τρέχουν στο ξενοδοχείο του, κάνει ένα ντουζ, φοράει ατσαλάκωτο κοστούμι και σπεύδει στην Ηρώδου Αττικού. Ανταλλάσσει ευχές με την ηγεσία του τόπου μας, ξεχειλίζει μπροστά στις κάμερες από φιλελληνισμό, υπογράφει εμπορικές και αμυντικές συμφωνίες που έχουν εκ των προτέρων διατυπωθεί έως την τελευταία τους λεπτομέρεια. Επισκέπτεται την Ακρόπολη, υποκλίνεται στο αρχαίο κλέος, παρακάθεται σε επίσημα δείπνα, ανταλλάσσει κοινοτοπίες και αστειάκια με τους συνδαιτυμόνες του, δέχεται άχρωμα δώρα, επιλεγμένα από τις υπηρεσίες εθιμοτυπίας, τα οποία πρόκειται να στοιβαχτούν στις αποθήκες του δικού του προεδρικού μεγάρου. Εάν θεωρείται ελπίδα του ελεύθερου κόσμου, εκφωνεί βαρυσήμαντη ομιλία στο Ιδρυμα Νιάρχου ή στην Πνύκα, οι λογογράφοι του την έχουν χτενίσει μέχρι κεραίας –ούτε ένα «και» δεν λέγεται στην τύχη -, οι δημοσιολογούντες θα την αναλύσουν φράση φράση, λέξη λέξη, «σύγχρονος Περικλής ο Μπαράκ Ομπάμα» θα μας ανακοινώσουν, «οραματιστής του ευρωπαϊκού μέλλοντος ο γάλλος πρόεδρος». Οι επικοινωνιολόγοι του πιθανόν να έχουν σκηνοθετήσει και κανένα «αυθόρμητο» δρώμενο. Να τον στείλουν για τζόγκινγκ στον Εθνικό Κήπο, να τον ανακατέψουν με το πλήθος στην οδό Ερμού, ντουζίνες σωματοφύλακες τον περιστοιχίζουν μεταμφιεσμένοι σε απλούς πολίτες, τα όπλα διαγράφονται κάτω από τα πουλοβεράκια.
Το επόμενο πρωί ο ξένος πρόεδρος ξυπνάει με ημικρανία, το ούζο βαράει στο κεφάλι τους αμάθητους. Τσακώνεται για ασήμαντη αφορμή με τη γυναίκα του, ξυρίζεται με νευρικές κινήσεις, κόβεται στο πιγούνι, βρίζει, νιώθει εγκλωβισμένος μέσα στην ίδια του την εξουσία. Καταθέτει στεφάνι στον Αγνωστο και αναχωρεί για το Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην πτήση της επιστροφής θα τον αφήσουν άραγε να δει καμιά ταινία ή θα τον βομβαρδίσουν πάλι με φακέλους;
Ποιος ο λόγος για όλα τα παραπάνω στην εποχή του Διαδικτύου και των τηλεδιασκέψεων; Πρέπει –θα μου πείτε –οι ηγέτες να βρίσκονται διά ζώσης, να ανακατεύονται τα χνώτα τους, να μετράει ο ένας το εκτόπισμα και το τσαγανό του αλλουνού.
Ας ταξιδεύουν τότε ινκόγκνιτο και ας ανακοινώνουν εκ των υστέρων τους καρπούς των επαφών τους. «Την περασμένη Πέμπτη, ο κύριος Ερντογάν επισκέφθηκε διακριτικότατα την Αθήνα. Συνάντησε προσωπικότητες και παράγοντες, τσάκισε τους ψαρομεζέδες στο Κερατσίνι. μεράκλωσε έπειτα με ρεμπέτικα και λαϊκά, το “Γκελ Καϊξή” τού θύμισε τα παιδικά του χρόνια στις ακρογιαλιές του Βοσπόρου…».
Ας ανταμώνουν τουλάχιστον σε απόμερα θέρετρα. Εδώ κοτζάμ Ευρώπη μοιράστηκε το 1945 απ’ τους Σοβιετικούς και τους Αγγλοαμερικάνους στη σχεδόν άσημη έως τότε Γιάλτα –δεν θα μπορούσαν ο Τσίπρας και ο Ερντογάν, με τις ακολουθίες τους, να σμίξουν στη Ζάκυνθο, στην παραλία που αφήνει τα αβγά της η καρέτα καρέτα; Στην υπεραιωνόβια έστω ταβέρνα Η Δούκισσα, στην Πεντέλη, η οποία διαθέτει και δωμάτια στον επάνω όροφο για «παράνομα» ζευγάρια;
«Σταμάτα να γκρινιάζεις!» μου λέει ο φίλος μου. «Τυχεροί είμαστε και πάλι. Σκέψου ότι πριν από πενήντα χρόνια θα μας παρέτασσαν στα πεζοδρόμια, θα μας μοίραζαν χάρτινα σημαιάκια και θα μας υποχρέωναν –διαταγή Αστυνομίας –να τα ανεμίζουμε, να μας πάρει το μάτι του διερχόμενου Ερντογάν, να βεβαιωθεί ότι οι Αθηναίοι δεν βαστιούνται, βγαίνουν από τα σπίτια και πανηγυρίζουν την εδραίωση της ελληνοτουρκικής φιλίας…».