Λίγες εβδομάδες πριν έρθει στην Αθήνα, ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν στο Σότσι, στη Μαύρη Θάλασσα.
Φωτογραφιζόταν, στα τέλη Νοεμβρίου, σε μια τριπλή χειραψία με τον οικοδεσπότη Πούτιν και τον ιρανό πρόεδρο Ρουχανί. Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Ερντογάν ήταν στη Νέα Υόρκη και συναντούσε έναν πολιτικό που δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον τούρκο ηγέτη –τον πρόεδρο Τραμπ. Θέμα συζήτησης το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του κουρδικού Ιράκ, που θα γινόταν τρεις μέρες αργότερα. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, οργανώνονταν κοινά στρατιωτικά γυμνάσια του τουρκικού και του ιρακινού στρατού, ως μια επίδειξη δύναμης του άξονα Αγκυρας, Βαγδάτης, Τεχεράνης –των χωρών που είχαν συμμαχήσει έναντι του κινδύνου να δημιουργηθεί κουρδικό κράτος, εντός των συνόρων που η συνθήκη της Λωζάννης είχε ορίσει για την Συρία και το Ιράκ. Και λίγους μήνες νωρίτερα, η Αγκυρα είχε ανακοινώσει μια συμφωνία να προμηθευτεί ρωσικούς S-400, στη σημαντικότερη κίνηση «ανυπακοής» ή έκφραση δυσαρέσκειας της Τουρκίας προς τη Δύση από το 1952, όταν η Τουρκία, ταυτόχρονα με την Ελλάδα άλλωστε, εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ. Διακινδυνεύοντας να υποστεί τις κυρώσεις που προβλέπονται στο «Countering America’s Adversaries through Sanctions Act», το οποίο είχε υπογράψει, μόλις τον περασμένο Αύγουστο, ο Τραμπ για τις χώρες που αγοράζουν στρατιωτικό υλικό από τη Ρωσία.
Αυτό είναι ένα πρόχειρο σχεδίασμα του περιβάλλοντος μέσα από το οποίο έβγαινε ο Ερντογάν, όταν ανέβαινε στο αεροπλάνο του για Αθήνα. Στο σχεδίασμα αυτό θα πρέπει να προστεθούν τρεις πινελιές ακόμη.
Η πρώτη είναι η μεγάλη ένταση με την αντιπολίτευση στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς οι αντίπαλοι του Ερντογάν, σε μια περίοδο που το οικονομικό θαύμα της 15ετίας μοιάζει να χάνει τη λάμψη του, δοκιμάζουν ξανά το δοκιμασμένο σύνθημα «κάτω οι κλέφτες».
Η δεύτερη: Σ’ ένα δικαστήριο του Μανχάταν συνεργαζόμενοι μάρτυρες εμπλέκουν το περιβάλλον του Ταγίπ σε ένα νέο Ιράν-γκεϊτ, ένα σκάνδαλο που εμπλέκει παραβίαση του εμπάργκο στο Ιράν, πετρέλαιο, χρυσό και μίζες ύψους 150 εκατομμυρίων δολαρίων.
Και η τρίτη πινελιά είναι η απόφαση Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, που ανάβει φωτιές στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο και βάζει ξανά τον Ερντογάν στον ίδιο πειρασμό, που είχε δοκιμάσει και κατά τις ημέρες των εξεγέρσεων της Αραβικής Ανοιξης. Να διεκδικήσει για τον εαυτό του τον ορφανό ρόλο του ηγέτη του σουνιτικού κόσμου, τον ρόλο ενός μεταμοντέρνου χαλίφη.
Σε μια τέτοια συγκυρία, μια επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα –την πρώτη δυτική πρωτεύουσα που τον καλούσε για διμερή κρατική επίσκεψη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και τη βίαιη αντίδραση σε αυτό –ήταν προφανώς μια επιχείρηση υψηλού ρίσκου. Δεν θα ήταν μια απλή επανάληψη των προηγούμενων, μετά το 2002, «εύκολων» επισκέψεων Ερντογάν, σε εποχές που ο ίδιος εκπροσωπούσε μια ελπίδα δημοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας του, μια ελπίδα εκσυγχρονισμού στα μάτια των Ευρωπαίων και, στα μάτια των ελληνικών ηγεσιών, έναν συνομιλητή που δεν έφερε το στίγμα και το βάρος της γκρίζας ατζέντας του βαθέως κράτους για το Αιγαίο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά ο Ερντογάν δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Σημαίνει αυτό ότι δεν θα έπρεπε να έχει προσκληθεί; Οτι η επίσκεψη θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί;.
Το αντίθετο, θα έλεγα εγώ: οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα τελευταία χρόνια, έχουν υποστεί φθορά. Το κεκτημένο που διαμόρφωσαν το Ελσίνκι και η «διπλωματία των σεισμών» και που η περίοδος Ερντογάν είχε εντυπωσιακά βελτιώσει, τα τελευταία χρόνια τρίζει. Μια ολόκληρη στρατηγική διαχείρισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, η ευρωπαϊκή στρατηγική, μοιάζει να εξαντλείται. Κάτι έπρεπε να γίνει, λοιπόν. Χρειάζεται ένας νέος σχεδιασμός, μια νέα στρατηγική και μια καινούργια προσπάθεια, μια επανεκκίνηση. Κάποιοι θα μπορούσαν, μάλιστα, να πουν ότι οι πρωτοφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι παραδοσιακές συμμαχίες της Τουρκίας με τη Δύση θα έδιναν, ίσως, μια ευκαιρία για μια καινούργια προσπάθεια στο ελληνοτουρκικό πεδίο.
Αλλά θα χρειαζόταν σχέδιο, σύλληψη, σχεδιασμός, προετοιμασία. Οχι μόνον ανακλαστικά –σαν αυτά που είδαμε να ξυπνούν την Πέμπτη στη διαδρομή μεταξύ Προεδρικού Μεγάρου και Μαξίμου. Το πρόβλημα παραείναι δύσκολο για να αφεθεί σε μια άσκηση διπλωματικού αυτοσχεδιασμού «επί του καναπέως»…