Πριν από λίγες μέρες, με αφορμή την 73η επέτειο των Δεκεμβριανών, αγαπητός συνάδελφος και φίλος δημοσίευσε σε ιστότοπο ένα εξαιρετικά ψύχραιμο άρθρο, γραμμένο σε συμφιλιωτικό πλην όμως καθόλου αφελές πασιφιστικό πνεύμα. Περισσότερο αναφερόταν στο ότι, τόσα χρόνια μετά, δεν μπορούμε ακόμη να διαχειριστούμε και κουβαλάμε, ως ιδεολογικά βαρίδια, τα αδιέξοδα των παππούδων και των γονιών μας. Από επαγγελματική περιέργεια, μπήκα να διαβάσω τα σχόλια. Από το πρώτο κιόλας είχα την εντύπωση ότι βρισκόμουν καταμεσής της μάχης της Αθήνας. Της μεγάλης, της μικρής, της μεσαίας και όλων μαζί. Σφύριζαν στα αφτιά μου οι λεκτικές σφαίρες για κονσερβοκούτια, για τους δωσίλογους αστούς που θα ανεμίζουν για μέρες στις πλατείες από τις κρεμάλες τους, για το αν ήταν πόρνη ή αγία η Ελένη Παπαδάκη, πήγα κι ήρθα από τον Μελιγαλά στα Κρώρα, κάποια στιγμή νόμιζα ότι στην κουζίνα μου τηγάνιζαν αβγά αντάρτες ενώ στο σαλόνι μου έπαιζε χαρτιά ο Σκόμπι και, λίγο πριν επανέλθω στην πραγματικότητα, έπεσα στον εξής διάλογο: «Μισές δουλειές κάναμε τελικά στον Γράμμο και το Βίτσι». «Οχι, εμείς κάναμε μισές δουλειές στον Φενεό». Απόλυτα σουρεαλιστικός αν σκεφτεί κανείς ότι γινόταν ανάμεσα σε σαραντάρηδες. Που πολύ πιθανόν, την εποχή στην οποία αναφέρονταν, δεν είχαν γεννηθεί καν οι γονείς τους.
Τα τελευταία χρόνια ο Εμφύλιος έχει αναβιώσει όχι ως ιστορική μνήμη αλλά ως οικογενειακή ανάμνηση. Οχι, δηλαδή, με τη δυναμική και την ψύχραιμη ματιά της Ιστορίας αλλά με δύναμη από το θυμικό και από κληρονομημένα φωτογραφικά άλμπουμ. Οι ιδεολογίες είναι τα αλαλάζοντα άλλοθι για συναισθηματικές εκρήξεις που πυροδοτούνται με διηγήσεις, συχνά αλλοιωμένες από την παραμυθία της ηρωοποίησης, για συγγενείς που χάθηκαν πολεμώντας από τη μία ή από την άλλη πλευρά. Στη διαδικτυακή Ελλάδα του 2017, στα διάσελα ανάμεσα από τα σύγχρονα χιονοδρομικά κέντρα και τα πετρόχτιστα ορεινά spa, λες και πολεμούν οι παππούδες της Καϊλή με τους παππούδες της Μποφίλιου ενώ ετοιμάζονται για αντεπίθεση οι παππούδες του Ιάσονα Παπαδόπουλου – Σχινά (εκείνου του γενικού γραμματέα της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρούσε πολιτικά ηθικό να εξαργυρώσει την ιστορία των προγόνων του με προσλήψεις στο Δημόσιο, στα πλαίσια του δόγματος «Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο διορισμό»). Ενδεικτικό μιας χώρας σε γενική κρίση, που εργαλειοποιεί τις πληγές της αντί να διδάσκεται από αυτές. Θλιβερό. Και δυσοίωνο. Είναι σαν να καταργεί το παρελθόν της προεξοφλώντας το μέλλον της.
Τις πρώτες κουμπουριές σε αυτό το «Εμφύλιος reloaded» τις έριξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οταν, ως αντιπολίτευση ακόμη, επιζητούσε να εκταμιεύσει ψηφοφόρους επενδύοντας στον ιδεολογικό συναισθηματισμό. Το «Πρώτη Φορά Αριστερά» πίσω από τη συνθηματολογία της ελπίδας, έκρυβε, για πολλούς, τον υπαινιγμό της ρεβάνς. Η «καπετάνισσα» Ρένα Δούρου, να θυμίσω, είχε ορκιστεί –και ως βουλευτής και ως περιφερειάρχης –με τον όρκο των Κορυσχάδων. Σε μία εποχή πόλωσης, το απέναντι άκρο άλλο που δεν ήθελε να σηκώσει το γάντι, θάβοντας έτσι την Εθνική Συμφιλίωση κάτω από την τοξικότητα του ετεροχρονισμένου φανατισμού. Κατακερματίζοντας και οι δύο πλευρές μια βασική αρχή. Οτι η συμφιλίωση δεν είναι λήθη. Είναι απότιση ουσιαστικής τιμής.
Η Ιστορία, πάντα, κάπως πρέπει να γραφτεί. Μόνο που δεν τη γράφουν ούτε οι νικητές ούτε οι ηττημένοι. Τη γράφουν οι διανοούμενοι. Και η αλήθεια είναι ότι, σε αυτήν την περίπτωση, οι περισσότεροι ήταν στην Αριστερά. Θα ήταν κρίμα να ξαναγραφτεί τώρα, την εποχή των άκρων, από διαδικτυακούς φαφλατάδες. Θα είναι σαν σύληση των νεκρών. Και από τις δύο πλευρές.