Σε ιστορική συμφωνία έφτασαν χθες η Βρετανία με την ΕΕ για τους όρους εξόδους της πρώτης από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Η συμφωνία, που ανοίγει τον δρόμο για την έναρξη εμπορικών συνομιλιών το επόμενο έτος, περιλαμβάνει ειδικά δικαιώματα για 4 εκατομμύρια πολίτες χωρών της ΕΕ, καθώς και την πληρωμή 40-60 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Λονδίνο.
Η πρωθυπουργός Τερίζα Μέι και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ συναντήθηκαν νωρίς το πρωί στις Βρυξέλλες και υπέγραψαν «έκθεση προόδου» 15 σελίδων με την οποία κλείνει η πρώτη φάση των συνομιλιών. «Ολοι ξέρουμε ότι το διαζύγιο είναι δύσκολο, αλλά το διαζύγιο και η οικοδόμηση μιας νέας σχέσης είναι κάτι ακόμη πιο δύσκολο» δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ.
Η Μέι, στην οποία τα βρετανικά μίντια προσδίδουν διαστάσεις τραγικής ηρωίδας, γλίτωσε έτσι τα χειρότερα. Η εβδομάδα αυτή ήταν ίσως η πιο δύσκολη στην πρωθυπουργία της –έπειτα, ασφαλώς, από την εκλογική εβδομάδα του περασμένου Ιουνίου όταν απώλεσε την πλειοψηφία στη Βουλή. Τη Δευτέρα η βρετανίδα πρωθυπουργός απέτυχε να συνάψει συμφωνία με τις Βρυξέλλες στα εκκρεμή θέματα του Brexit, προκειμένου να ξεμπλοκάρουν οι εμπορικές συνομιλίες. Ακολούθησε μάχη με τον χρόνο ώστε να μην οδηγηθεί σε ναυάγιο η Σύνοδος Κορυφής της προσεχούς Πέμπτης και Παρασκευής. Χθες το πρωί βγήκε λευκός καπνός και η Μέι πήρε αυτό που ήθελε, έστω και ενάμιση χρόνο μετά το δημοψήφισμα και με καθυστέρηση δύο μηνών σε σχέση με την αρχική επιδίωξη.
Αιτία της καθυστέρησης ήταν η διαφωνία του υπερσυντηρητικού προτεσταντικού Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας (DUP) που στηρίζει την κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέι στη Βουλή. Είναι ένα κόμμα 10 βουλευτών το οποίο, από την αφάνεια των προηγούμενων ετών, εξελίχθηκε σε ρυθμιστή της βρετανικής πολιτικής σκηνής και του Brexit. Το DUP έθεσε βέτο στο σχέδιο της Μέι, το οποίο είχε εγκριθεί από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και προέβλεπε ότι η Βόρεια Ιρλανδία θα αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit.
Οι εξελίξεις εξέθεσαν την τεράστια πολιτική αδυναμία της πρωθυπουργού, η οποία αποδεικνύεται ότι δεν διαθέτει ελευθερία κινήσεων στις διαπραγματεύσεις και εξαρτάται (είναι έρμαιο, κατά τους πιο κυνικούς) αφενός από τους σκληροπυρηνικούς Brexiteers του κόμματός της που απειλούν να τη ρίξουν, αφετέρου από το DUP που εμμέσως απειλεί να κάνει το ίδιο. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ο εξευτελιστικός τρόπος με τον οποίο ναυάγησε η συμφωνία. Την ώρα που η Τερίζα Μέι γευμάτιζε στις Βρυξέλλες με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος είχε φορέσει μία από τις αγαπημένες του γραβάτες Burberry για να γιορτάσει την επικείμενη συμφωνία, η ηγέτιδα των Τόρις δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από την Αρλίν Φόστερ, που της διαμήνυσε ότι δεν αποδέχεται το σχέδιο για αποφυγή ενός «σκληρού συνόρου» μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Η βρετανίδα πρωθυπουργός γύρισε άπραγη στο Λονδίνο, σχοινοβατώντας μεταξύ Δουβλίνου, Μπέλφαστ και Βρυξελλών προκειμένου να βρει νέα λύση.
Ωστόσο, όλη την εβδομάδα παρέμεινε όμηρος του δεξιού κόμματος των Ενωτικών. Η Φόστερ είχε συμφωνήσει να της τηλεφωνήσει την Τρίτη το βράδυ, αλλά η Μέι περίμενε μάταια στο ακουστικό της. Η συνδιάλεξη έγινε, τελικά, την επομένη, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Προχθές το βράδυ, ο Γιούνκερ είχε τηλεφωνικές συνομιλίες με τη Μέι και τον ιρλανδό πρωθυπουργό Λίο Βαράντκαρ. Ακολούθησαν ολονύκτιες διαπραγματεύσεις με βάση μια «νέα διατύπωση» της πρότασης. Ωστόσο, το DUP συνέχισε να εγείρει ενστάσεις. Χθες τα ξημερώματα η ρήξη απεφεύχθη. Λίγο μετά τις 4.30 το πρωί, η Μέι πήρε το αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες και συναντήθηκε για «πρωινό εργασίας» με τον Γιούνκερ, ο οποίος λίγο αργότερα ανακοίνωσε ότι σημειώθηκε η πολυπόθητη «επαρκής πρόοδος», χαρακτηρίζοντας το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων «έναν συμβιβασμό, φυσικά». Η νέα πρόταση ορίζει ότι δεν θα υπάρχουν «σκληρά σύνορα» στην Ιρλανδία, ωστόσο είναι θολή σε κάποια σημεία. Το DUP προειδοποίησε ότι το αν θα υπερψηφίσει την τελική συμφωνία «θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενό της». Μιλώντας στα «ΝΕΑ», αξιωματούχος της Ντάουνινγκ Στριτ εμφανίστηκε «αισιόδοξος» για την έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ προειδοποίησε ότι «η πιο δύσκολη πρόκληση είναι ακόμη μπροστά μας». Και ο Μισέλ Μπαρνιέ, επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, ξεκαθάρισε ότι το μοντέλο επί του οποίου θα δουλεύουν στο εξής οι δύο πλευρές θα είναι μια καναδικού τύπου εμπορική συμφωνία, όπου θα δίνεται έμφαση στα προϊόντα και όχι στις υπηρεσίες.
Οι χθεσινές διαπραγματεύσεις ήταν μόνο το τέλος της αρχής, καθώς οι εμπορικές συνομιλίες αναμένεται να είναι εξαιρετικά δύσκολες. Σύμφωνα με την «Ντέιλι Τέλεγκραφ», ο Γιούνκερ φοβόταν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα κατέρρεε την επόμενη εβδομάδα εάν δεν ήρετο το αδιέξοδο. Πολλοί αναρωτιούνται αν η Τερίζα Μέι είναι πλέον σε θέση να συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία. Κυβερνητικός αξιωματούχος είπε στους «Τάιμς» ότι η πρωθυπουργός είναι τόσο αδύναμη ώστε ακόμη και αν προχωρήσουν οι εμπορικές συνομιλίες, οι υπουργοί της δεν θα την αφήσουν να τις ολοκληρώσει. Η πρωθυπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζον αποκάλεσε την κυβέρνηση της Μέι «υποκριτική, ψευδόμενη και παντελώς ανίκανη», ενώ ευρωπαίος διπλωμάτης υπερθεμάτισε στην «Γκάρντιαν»: «Η Μέι μοιάζει ανήμπορη να πάρει μια απόφαση και φοβάται τη σκιά της. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι».
Η 61χρονη πρωθυπουργός βρίσκεται εν μέσω διασταυρούμενων εσωκομματικών πυρών. Στη μια πλευρά βρίσκονται οι Brexiteers: σύμφωνα με την «Ντέιλι Τέλεγκραφ», μέλη της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Μπόρις Τζόνσον και τον Μάικλ Γκόουβ, απειλούν με εξέγερση, φοβούμενοι ότι η Μέι προσπαθεί να φέρει από την πίσω πόρτα ένα «μαλακό» Brexit. Στον αντίποδα, οι Remainers και οι οπαδοί του «μαλακού» Brexit επιδιώκουν την παραμονή στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση. Με επιστολή τους, δεκαεννέα βουλευτές των Τόρις ζήτησαν από τη Μέι να μην επιτρέψει στους ευρωσκεπτικιστές να «επιβάλουν τους δικούς τους όρους».
Ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ παραδέχθηκε ότι η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη συζητήσει τι είδους σχέση επιδιώκει με την ΕΕ. Οπως τονίζει στα «ΝΕΑ» ο Αγγελος Χρυσόγελος, καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου και ερευνητικός εταίρος του θινκ τανκ Chatham House, πρόκειται για μια συζήτηση που αποφεύγει επιμελώς η Μέι, φοβούμενη την εσωτερική διάσπαση. «Το δράμα της περασμένης Δευτέρας, με τη Μέι να επιστρέφει στο Λονδίνο για να εκλιπαρήσει το DUP να συμφωνήσει, λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο ως αντιπερισπασμός που απέσπασε την προσοχή από το πραγματικά σοβαρό θέμα που την κρατάει όμηρο και των δύο πτερύγων του κόμματός της: την αδυναμία της κυβέρνησης να συμφωνήσει στο ποια θα είναι η μελλοντική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ». Κατά τον δρα Χρυσόγελο, η «σοκαριστική παραδοχή» του υπουργού Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις, ότι δεν έχει γίνει καμία ποσοτική εκτίμηση για την επίδραση της εξόδου από την ΕΕ στη βρετανική οικονομία, «αποτελεί ένδειξη του πόσο διχασμένη είναι η κυβέρνηση. Οποιαδήποτε εκτίμηση του κόστους θα γινόταν αντικείμενο σκληρής διαμάχης μεταξύ της πτέρυγας των Συντηρητικών που θέλουν στενή σχέση με την ΕΕ και αυτών που θέλουν πλήρη αποσύνδεση. Οσο όμως η κυβέρνηση αρνείται να κάνει αυτή τη συζήτηση, η επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να ξεκινήσει».
Λεπτές ισορροπίες με τα σύνορα
Τόσο το DUP όσο και οι οπαδοί του «σκληρού» Brexit στις τάξεις των Τόρις απαιτούν η Βόρεια Ιρλανδία να εγκαταλείψει την ΕΕ υπό τους ίδιους όρους με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό θα ισοδυναμούσε με ένα «σκληρό σύνορο» μεταξύ του Βορρά και του Νότου, διακινδυνεύοντας την ειρήνη στην περιοχή (οι τριακονταετείς βίαιες συγκρούσεις τερματίστηκαν με τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998). Τα σύνορα σήμερα είναι σχεδόν αόρατα, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δημοκρατία της Ιρλανδίας βρίσκονται στην ενιαία αγορά. Ωστόσο, αυτό θα πάψει να ισχύει μετά το Brexit. Το Δουβλίνο συμφώνησε στην καθιέρωση ενός ειδικού καθεστώτος για τη Βόρεια Ιρλανδία, το οποίο θα την «ευθυγράμμιζε» με τους κανονισμούς της ΕΕ, καταργώντας την ανάγκη για σύνορα. Αυτό ερμηνεύθηκε ως σιωπηρή παραμονή στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά, εξοργίζοντας το DUP και κάνοντας τη Σκωτία, την Ουαλία, ακόμη και το Λονδίνο, να ζητήσουν παρόμοιες εξαιρέσεις. Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει το DUP, η Ντάουνινγκ Στριτ διαβεβαίωσε πως ό,τι ισχύσει για τη Βόρεια Ιρλανδία θα ισχύσει για όλη τη χώρα. Ωστόσο, αυτό ξεσήκωσε τους Brexiteers, οι οποίοι δεν θέλουν ούτε να σκέφτονται ότι η Βρετανία θα συνεχίσει να εξαρτάται από την ΕΕ. Εκτιμάται ότι περίπου 20 βουλευτές των Συντηρητικών ήγειραν σοβαρές αντιρρήσεις και συντάχθηκαν με το DUP. Ενας από αυτούς, ο Τζέικομπ Ρις-Μογκ, είπε ότι οι κόκκινες γραμμές της Μέι «έχουν αρχίσει να φαίνονται λίγο ροζ».
Τα υπόλοιπα εκκρεμή ζητήματα φαίνεται ότι έχουν επιλυθεί. Σε ό,τι αφορά τον «λογαριασμό» του Brexit, το Λονδίνο αύξησε την προσφορά του στα 50 δισ. ευρώ. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν και στον ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην επίλυση διαφορών μετά το Brexit. Η Μέι είπε χθες ότι οι ευρωπαίοι πολίτες «θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν όπως και πριν».
Το πρώτο ντιλ
Η ΕΕ λέει ότι έγιναν αρκετά βήματα ώστε να αρχίσει η δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων για το Brexit. Τι συμφωνήθηκε όμως στην πρώτη;
1. Πολίτες. Αφορά τους ευρωπαίους πολίτες που διαμένουν στη Βρετανία και τους Βρετανούς που διαμένουν στην ηπειρωτική Ευρώπη. Οι πολίτες με άδεια μόνιμης κατοικίας θα εκδώσουν νέα, η οποία θα διατηρείται σε ισχύ ακόμη και αν απουσιάσουν για διάστημα έως και πέντε χρόνια. Η αρχή της ισονομίας θα ισχύσει και στα δικαιώματα που αφορούν στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης, της εργασίας και της εκπαίδευσης
2. Δικαιοσύνη. ΕΕ και Βρετανία συμφώνησαν να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό με βάση τον οποίο τα βρετανικά δικαστήρια θα απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εάν κρίνεται απαραίτητο για μια περίοδο οκτώ χρόνων
3. Βόρεια Ιρλανδία. Το Λονδίνο δεσμεύεται ότι θα αναζητήσει τρόπους ώστε να μην αποκοπεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο η σχέση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Προς τούτο έχει εκπονήσει διάφορα σχέδια ενώ και οι δυο πλευρές υπενθυμίζουν πως με βάση της συμφωνία του 1998 οι πολίτες της Βόρειας Ιρλανδίας μπορούν να έχουν την ιρλανδική ιθαγένεια, τη βρετανική ή και τις δύο