Ενα έργο βαθιά βιωματικό που πραγματεύεται τον έρωτα στην πιο κανιβαλική κι αδιαπραγμάτευτη εκδοχή του. Τον έρωτα που μπαίνει στη ζωή δύο ανθρώπων παράλληλα με την τρέλα αναδεικνύοντας τη «μυθολογία» μιας άλλης Αμερικής. Αυτό είναι σε μικρογραφία το βραβευμένο με Πούλιτζερ «Fool for love» του Σαμ Σέπαρντ που παρουσιάζεται ήδη στο θέατρο Αλμα σε σκηνοθεσία Γιώργου Οικονόμου, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Κέντρο, Τζένη Θεωνά, Γιώργη Τσαμπουράκη και Βασίλη Παλαιολόγο.
«Το ήξερα από παλιά. Θυμάμαι πως στο πανεπιστήμιο με είχαν συνεπάρει τα ροκ έργα του Σέπαρντ» λέει ο Οικονόμου. «Νεανικά και μεστά “έπαιζαν” με όλη την γκάμα, τα μοτίβα και το εύρος της σύγχρονης κι όχι μόνο αμερικανικής μυθολογίας. Μετά την ταινία“Παρίσι Τέξας” του Βέντερς, όπου είχε γράψει το σενάριο ο Σέπαρντ, άρχισα να ανακαλύπτω τα αριστουργηματικά οικογενειακά έργα του. Στον ίδιο πάντα καμβά του σκληρού και φορτισμένουαμερικανικού τοπίου, ο Σέπαρντ βυθίζεται στα απόκρυφα ενός άλλου μύθου: του σκοτεινού και ένοχου οικογενειακού. Τα έργα αυτά έχουν αυτοβιογραφικές ρίζες και είναι αρχετυπικά, διαχρονικά και γραμμένα με σπάνια δεξιότητα και εκρηκτική οικονομία. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να προσπαθήσω να ανεβάσω ένα από αυτά μια μέρα και φυσικά το ξέχασα. Πέρσι τον χειμώνα όμως, σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου, έπεσα πάνω σε μια παλιά συλλογή που λεγόταν “Great American Plays of the 80’s”. Στην πρώτη σελίδα είχε τη σφραγίδα της βιβλιοθήκης Old Vic Theatre School. Θα είχα “ξεχάσει” να το επιστρέψω. Αυτή η σκέψη με συγκίνησε ιδιαίτερα. Το άνοιξα, έπεσα πάνω στο “Fool for love” και το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Ανακοινώσαμε την παράσταση τον Ιούνιο. Εναν μήνα μετά πέθανε ο Σέπαρντ» αναφέρει ο σκηνοθέτης.
ΤΟ ΜΟΤΕΛ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. Το «Fool for love» διαδραματίζεται στα λίγα τετραγωνικά ενός εξαθλιωμένου δωματίου μοτέλ χαμένου στην έρημο Μοχάβι. Πρωταγωνιστής είναι ο Εντι, στραπατσαρισμένος καουμπόι του ροντέο που γυρίζει για να διεκδικήσει ξανά την αγάπη της Μέι. Πρόκειται για δύο χαρακτήρες που ακροβατούν ανάμεσα στον σκληρό ρεαλισμό και τον ασφυκτικό μύθο. «Τα όρια ρεαλισμού και φαντασίας, μύθου και πραγματικότητας είναι στην καρδιά του έργου. Το βιωμένο δεν είναι απαραίτητο να είναι απτό και καταγεγραμμένο. Αυτόν τον ιδιόμορφο διάλογο ψάχνουμε και θα τον ψάχνουμε όσο πιο λιτά γίνεται. Δεν θέλει καθόλου φκιασίδια» προσθέτει.
Ο έρωτας που αναδεικνύεται από τους διαλόγους των δύο ηρώων δεν τους εξιλεώνει. Αντίθετα, είναι χωρίς έλεος, προοπτική ή ελπίδα αφού «το έργο δεν είναι ένα επαναστατικό ερωτικό μανιφέστο. Είναι ένα κείμενο βαθιά ουμανιστικό. Ενα κείμενο αναζήτησης με απέραντα ανοιχτό ορίζοντα» όπως τονίζει ο Οικονόμου.
Η λεπτομέρεια αυτή καθιστά ίσως και το ίδιο το θέμα του έρωτα σχεδόν μη ρεαλιστικό. «Δεν είμαι σίγουρος ότι η εικόνα αυτή του έρωτα θα μπορούσε να χαρακτηρίζει τις σύγχρονες ερωτικές ιστορίες. Αλλά ακόμα κι αν έχει αλλάξει η εργαλειοθήκη νομίζω πως οι ερωτικές σχέσεις θα ναι πάντα ίδιες και πάντα διαφορετικές. Κανένας αξιόλογος συγγραφέας δεν γράφει για έναν έρωτα, ανάμεσα σε κάποιους, κάπου, κάποτε» καταλήγει ο σκηνοθέτης.